Οι οπαδοί της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, γνωστοί και ως remainers, που ελπίζουν ανατρέψουν την απόφαση της χώρας τους να αποχωρήσει από την Ενωση, έχουν γεμίσει τις βρετανικές πόλεις με ένα ερώτημα: «Brexit: αξίζει;». Λοιπόν; Αξίζει; Η απάντηση που δίνουν οι οικονομολόγοι είναι σαφής: ασφαλώς, όχι. Σε όρους κόστους και οφέλους, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016 είναι εντελώς παράλογο.
Κι όμως, ήταν αυτή η ίδια η οικονομία που έπαιξε ρόλο στην απόφαση. Κι όπως το έθεσαν οι Γουίλ Χάτον και Αντριου Αντονις στο πρόσφατο βιβλίο τους «Saving Britain», «τα προβλήματά μας κατασκευάστηκαν στη Βρετανία. Μπορούν να λυθούν μόνο στη Βρετανία. Η Ευρώπη εμποδίζει αυτήν την αποστολή».
Αλλά οι δυο συγγραφείς αγνοούν την εξίσου σημαντική μη οικονομική διάσταση του προβλήματος. Πολύ σωστά ανατρέχουν στη μακρά και στενή σχέση ανάμεσα στη Βρετανία και την Ευρώπη. Αλλά η Βρετανία δεν ήταν ποτέ μέρος του ευρωπαϊκού κράτους. Παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έγινε ποτέ το «υπερκράτος» που έτρεμε η Μάργκαρετ Θάτσερ, οι κυβερνητικές της φιλοδοξίες στερούνται νομιμοποίησης όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και σε άλλα κράτη – μέλη. Παρά τις συζητήσεις που γίνονται για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η πολιτική παραμένει κυρίως εθνική.
Από αυτήν την άποψη, η εκστρατεία υπέρ του Brexit ήταν μια εξέγερση όχι μόνο εναντίον της οικονομικής κακοδιαχείρισης, αλλά και της απαίτησης για μια υπερεθνική κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα του Brexit δείχνει λοιπόν πως η διαλεκτική ανάμεσα στο υπερεθνικό και το εθνικό θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι το Brexit έχει τελειώσει. Τα σενάρια είναι τέσσερα. Ενα σενάριο λέει ότι η Βρετανία δεν θα εγκαταλείψει την ΕΕ τελικά. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με ένα δεύτερο δημοψήφισμα που θα προκληθεί από την αδυναμία της κυβέρνησης να κερδίσει την ψήφο της Βουλής των Κοινοτήτων για τη συμφωνία.
Το δεύτερο σενάριο είναι να «σπάσει» η Βρετανία από την ΕΕ τον ερχόμενο Μάρτιο χωρίς συμφωνία. Οι προβλέψεις σε αυτήν την περίπτωση κάνουν λόγο για οικονομική κατάρρευση, για μια εικόνα που η Βρεταμία έχει να δει από το 1940.
Η κυβέρνηση Μέι φαίνεται να τάσσεται υπέρ ενός τρίτου σεναρίου, σύμφωνα με το οποίο η Βρετανία θα μείνει κατά το ήμισυ μέσα και κατά ήμισυ θα αποχωρήσει. Ενα «μισή μέσα – μισή έξω» είναι και το τέταρτο σενάριο, αλλά φυσικά με μια διαφορετική αναλογία που μάλλον θα δυσαρεστούσε τους σκληροπυρηνικούς του Brexit περισσότερο και από τη συμφωνία που προτείνει η Μέι.
Ποιο από τα τέσσερα σενάρια θα επικρατήσει; Οι περισσότεροι στοιχηματίζουν ότι η Βρετανία θα αποχωρήσει τυπικά από την ΕΕ αλλά «προσωρινά» θα παραμείνει στην τελωνειακή ένωση έχοντας στη διάθεσή της ένα διάστημα δυο – τριών χρόνων έως την οριστική συμφωνία.
Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα είναι ένα: η αναγέννηση του οικονομικού εθνικισμού που ενώνει το Brexit, τον τραμπισμό και την ευρωπαϊκή Ακρα Δεξιά, δεν θα οδηγήσει σε καταρρεύσεις, πολέμους και δικτατορίες. Αποτελεί όμως μια ηχηρή προειδοποίηση προς το πολιτικό κέντρο.
Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι μέλος της Βουλής των Λόρδων με θητεία τόσο στο Εργατικό Κόμμα όσο και στους Τόρις