Σε μεγάλο φιάσκο οδηγείται ο διαγωνισμός πώλησης των λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και τη Μελίτη της Φλώρινας εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών για την τύχη της μεγαλύτερης επιχείρησης της χώρας.
Οι μονάδες μπαίνουν μέσα κάθε χρόνο 60 με 70 εκατ. ευρώ και η διοίκηση της δημόσιας εταιρείας, σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», διαβλέποντας σοβαρό κίνδυνο είτε να μην κατατεθούν προσφορές είτε οι υποψήφιοι επενδυτές να δώσουν πολύ χαμηλά τιμήματα, διαπραγματεύεται ακόμη και το να αναλαμβάνει μέρος των ζημιών των μονάδων για διάστημα έξι ετών από τη μεταβίβασή τους.
Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών σταθμών βρίσκεται στη φάση της διαπραγμάτευσης του σχεδίου πώλησης (SPA) μεταξύ της ΔΕΗ και των υποψήφιων επενδυτών.
Οι τελευταίοι, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, έχοντας συλλέξει και επεξεργαστεί τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία των δύο σταθμών, διαπίστωσαν ότι συνολικά στο πρώτο εξάμηνο του έτους παρουσιάζουν ζημιές 30 εκατ. ευρώ. Είδαν πως οι μονάδες δεν είναι βιώσιμες.
Η δημόσια εταιρεία κατόπιν συνεννόησης με την κυβέρνηση ξεκίνησε να διαπραγματεύεται τη χορήγηση κινήτρων προς τους υποψήφιους επενδυτές εξαιτίας των άσχημων οικονομικών αποτελεσμάτων και του διαφαινόμενου κινδύνου οι τελευταίοι να μην καταθέσουν δεσμευτικές προσφορές. Σημειωτέον ότι με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση έναντι των δανειστών, αν δεν πουληθούν οι λιγνιτικές μονάδες, αυτομάτως θα κινηθούν οι διαδικασίες για την πώληση υδροηλεκτρικών σταθμών, που αποτελούν το φιλέτο της δημόσιας επιχείρησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ δεσμεύτηκε έναντι των υποψήφιων επενδυτών, στη διεκδίκηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την εφαρμογή ενός μηχανισμού επάρκειας ισχύος, δηλαδή της αποζημίωσης των λιγνιτικών μονάδων για την ασφάλεια εφοδιασμού που παρέχουν με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πηγές θέλουν την εταιρεία να πρότεινε στους όρους του σχεδίου σύμβασης πώλησης το 30% της αποζημίωσης να το εισπράττει εκείνη για έξι χρόνια και το υπόλοιπο οι νέοι ιδιοκτήτες. Βέβαια, η Κομισιόν δεν έχει ξεκαθαρίσει αν θα εγκρίνει τέτοιου είδους μηχανισμό συνολικά για τις λιγνιτικές μονάδες της Ε.Ε.
ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ. Οι επενδυτές από την άλλη μεριά, έχοντας εις γνώση τους τη δέσμευση που θέσπισε η κυβέρνηση να μην απολυθούν για έξι χρόνια οι εργαζόμενοι στους συγκεκριμένους λιγνιτικούς σταθμούς, ζήτησαν, σύμφωνα με πληροφορίες, διευκρινίσεις για το αν σε αυτόν τον όρο συμπεριλαμβάνεται και η κατηγορία εκείνων που, αν και θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εντούτοις δεν θελήσει να αποχωρήσει. Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για 400 με 450 εργαζομένους σε σύνολο 1.100 στη Μεγαλόπολη, οι οποίοι πιάνουν τα όρια συνταξιοδότησης στο τέλος της εξαετίας. Η ΔΕΗ, λένε πηγές, δεν έχει απαντήσει. Οι ιδιώτες, σύμφωνα με πληροφορίες, εκτιμούν ότι το κόστος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δηλαδή να μην αποχωρήσουν αυτοί οι εργαζόμενοι, ανεβαίνει κατά περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Τα ζημιογόνα αποτελέσματα, το αρνητικό περιβάλλον της ΕΕ απέναντι στη λιγνιτική παραγωγή λόγω της προώθησης της πολιτικής για καθαρότερες μορφές ενέργειας, αλλά και η μονοπωλιακή θέση της ΔΕΗ οδήγησαν επενδυτές στο να προτείνουν στην εταιρεία την καθιέρωση μηχανισμού κατανομής των ζημιών των δύο λιγνιτικών μονάδων αλλά και των κερδών για μία εξαετία. Δηλαδή ΔΕΗ και νέοι ιδιοκτήτες να μοιράζονται τις ζημιές και τα κέρδη. Η εταιρεία δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί, ενώ οι επενδυτές αντιτείνουν πως μόνο με κίνητρα θα μπορούσαν να προσφέρουν λογικά τιμήματα για την απόκτηση της Μελίτης και της Μεγαλόπολης, σημειώνοντας και την ανάγκη η ΔΕΗ να μείνει ζωντανή…
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ. Οι εξελίξεις αυτές καταμαρτυρούν το αδιέξοδο της κυβερνητικής επιλογής στο να ακυρώσει το σχέδιο πώλησης της «μικρής ΔΕΗ», που είχε ετοιμαστεί από την κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Το χαρτοφυλάκιό της – αντιστοιχούσε στο 30% – περιελάμβανε λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες, μονάδες φυσικού αερίου, πελατολόγιο αλλά και δάνεια και ζημιές. Η λογιστική αποτίμηση ήταν στα 2 δισ. ευρώ και τότε μεγάλο ενδιαφέρον είχαν εκδηλώσει – άτυπα – ο γαλλικός κολοσσός της EDF αλλά και εγχώρια ιδιωτικά σχήματα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, επικαλούμενη τις προεκλογικές εξαγγελίες περί διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, ακύρωσε τον νόμο της «μικρής ΔΕΗ», αλλά στη συνέχεια εκδόθηκε καταδικαστική απόφασηςτης ΕΕ εις βάρος της χώρας για το κρατικό μονοπώλιο στη λιγνιτική παραγωγή. Ετσι κι ενώ οι Βρυξέλλες προχωρούν σε αντίθετες, από τον λιγνίτη και τον άνθρακα, ενεργειακές πολιτικές, η κυβέρνηση βρέθηκε να σύρεται σε πώληση των σταθμών σε μια περίοδο ιδιαίτερα αρνητική για τέτοιο εγχείρημα. Στο διάστημα αυτό τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ έχουν επιδεινωθεί, με το πρώτο εξάμηνο ο όμιλος να εμφανίζει ζημιές άνω των 500 εκατ. ευρώ.
Αν ανοίξει το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών σταθμών, τότε, όπως σημειώνουν έλληνες συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, θα κινδυνεύσει η βιωσιμότητα της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Ξένες εταιρείες με ισχυρότερα μεγέθη έναντι των ελλήνων παικτών θα σπεύσουν να διεκδικήσουν τα νερά.