Συντάξεις (κύριες και επικουρικές) της τάξης των 900 ευρώ θα παρέχει το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας το 2070 λόγω της ραγδαίας μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης αλλά και του χαμηλού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ.
Οπως τονίζεται σε νέα μελέτη για το «Ασφαλιστικό στη μεταμνημονιακή περίοδο» των Σάββα Γ. Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου) και Βασίλειου Γ. Μπέτση (υποψήφιου διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου), το σύνολο της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης θα ανέρχεται το 2070 στο επίπεδο των 850-900 ευρώ μεικτά (45% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης από 75% το 2009).
Οι συγγραφείς, αξιολογώντας τις επιπτώσεις της ύφεσης της μνημονιακής περιόδου (2010-2018) στο επίπεδο των συντάξεων στη χώρα μας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εάν η ελληνική οικονομία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είχε πληγεί από τη συντελούμενη μείωση κατά 27% του ΑΕΠ, ακόμη και με την απαισιόδοξη παραδοχή των δανειστών για μεταβολή του ΑΕΠ κατά 0,8% κατά μέσο όρο ετησίως μέχρι το 2070 (ΑΕΠ 351 δισ. ευρώ το 2070), τότε το συνολικό (κύρια και επικουρική σύνταξη) ποσοστό αναπλήρωσης θα ήταν 60%. Σε αυτή την περίπτωση η μέση μηνιαία συνολική σύνταξη θα ήταν το 2070 1.200 ευρώ (μεικτά). Στην παραδοχή αύξησης του ΑΕΠ κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο κατά 1,5% ή 2% κατά μέσο όρο ετησίως μέχρι το 2070, τότε η μέση μηναία συνολική σύνταξη το 2070 θα διαμορφωνόταν στο επίπεδο των 1.600 ευρώ ή 2.100 ευρώ μεικτά αντίστοιχα. Οπως επισημαίνεται στην ίδια μελέτη, αυτό συμβαίνει γιατί από το 2010 και μετά το κοινωνικο-ασφαλιστικό ζήτημα στην Ελλάδα και οι συσσωρευμένες διαρθρωτικές παθογένειες του, με τις μνημονιακές παρεμβάσεις της περιόδου 2010-2018, κατανοήθηκαν και κατανοούνται λανθασμένα και δογματικά ως δημοσιονομικό πρόβλημα και ως εκ τούτου αντιμετωπίστηκαν και αντιμετωπίζονται με παρεμβάσεις δημοσιονομικής περιστολής.
ΜΕΙΩΣΗ 45%: Στην κατεύθυνση αυτή, οι δανειστές επέβαλαν από το 2010 μέχρι σήμερα είκοσι επτά διαδοχικές μειώσεις (45%) των συντάξεων, αφαιρώντας από τους συνταξιούχους τουλάχιστον 63 δισ. ευρώ προκειμένου ο δείκτης «συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ» να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ) μέχρι το 2060. Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια χρηματοοικονομική επιδίωξη των δανειστών συνίσταται στον περιορισμό αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον του ποσοστού (13,5% του ΑΕΠ) που ήταν το 2009. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που ο δείκτης «συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ» υπερβεί το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ, τότε θα λειτουργήσει ο «κόφτης» των δαπανών των συντάξεων (κύριων και επικουρικών). Ως εκ τούτου, τονίζεται στην μελέτη, σε συστημικούς όρους ο κλάδος της κύριας ασφάλισης, μετά τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης, μεταλλάσσεται στη μεταμνημονιακή περίοδο από διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών σε διανεμητικό σύστημα καθορισμένων αλλά μη εγγυημένων παροχών, με την έννοια ότι ο ασφαλισμένος πλέον δεν θα μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το επίπεδο της συνταξιοδοτικής του παροχής, δεδομένου ότι αυτή θα μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη «δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ». Ταυτόχρονα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση (τριμερής χρηματοδότηση 4,5% του ΑΕΠ – 8,9 δισ. ευρώ) και η κρατική επιχορήγηση (κάλυψη ελλειμμάτων) 5,5% του ΑΕΠ – 9,1 δισ. ευρώ) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που το 2015 ήταν 10% του ΑΕΠ (18 δις ευρώ), δεν θα υφίστανται από 1/1/2026, δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση μετά το 2025 θα περιορίζεται στη χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης (384 ευρώ με ασφάλιση 20 ετών και 346 ευρώ με ασφάλιση 15 ετών), η οποία θα ανέρχεται σε 7% του ΑΕΠ (13 δισ. ευρώ περίπου).
Παράλληλα, οι δανειστές στη σχετική μελέτη τους υποστήριξαν(2010) και υποστηρίζουν (2018) λανθασμένα ότι κατά την περίοδο 2010-2070 ο ετήσιος μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 0,8% (εκτίμηση για 275 δισ. ευρώ ΑΕΠ το 2070). Κατά συνέπεια, οι δυσμενείς αυτές προοπτικές επιβάλλεται να κατανοηθούν ως ανησυχητικές προκλήσεις και όχι ως δεδομένες εξελίξεις.