Νέο κύκλο πιέσεων σε ομόλογα και χρηματιστήριο ενεργοποιεί η πολιτική αβεβαιότητα μετά την παραίτηση του Νίκου Κοτζιά, με τις αγορές να παρακολουθούν στενά πολυεπίπεδες κόντρες στο εσωτερικό σκηνικό, καταγράφοντας παράλληλα εξωγενείς αναταράξεις και κινδύνους υπαναχώρησης έναντι των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων κινήθηκαν εκ νέου χθες προς την περιοχή του 4,5% (προσέγγιζαν το 4,2% στις αρχές της εβδομάδας), ενώ στο Χρηματιστήριο ο τραπεζικός δείκτης έκανε βουτιά 3,2%, με τον χαμηλότερο τζίρο των τελευταίων 38 συνεδριάσεων (κάτω από 30 εκατ. ευρώ). Η παραίτηση Κοτζιά ανατροφοδότησε σενάρια πολιτικής αστάθειας, οι ανησυχίες της επενδυτικής κοινότητας για τις ελληνικές τράπεζες έχουν μείνει αναπάντητες, η διεθνής συγκυρία παραμένει αρνητική και η Ιταλία ξεκίνησε επισήμως «πόλεμο» με τις Βρυξέλλες. Επιπρόσθετα, όπως σημείωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Bruegel Ζολτ Ντάρβας (στον 9,84), αναφερόμενος στο θέμα των συντάξεων, «αν η Ελλάδα θέλει να διαπραγματευθεί τόσο νωρίς πάνω σε ό,τι έχει συμφωνήσει λίγους μήνες πριν, δίνει την εντύπωση στους ξένους επενδυτές και στις αγορές ότι αυτή η χώρα μπορεί να μην είναι σοβαρή».
ΚΟΝΤΡΕΣ. Αναλυτές και θεσμικοί παράγοντες προειδοποιούν πως οι μεταρρυθμίσεις είναι το κλειδί για την ανάκτηση της μακροπρόθεσμης εμπιστοσύνης των αγορών. Το εγχώριο πολιτικό προσωπικό στην κυβέρνηση όμως αναλώνεται σε κόντρες για τον αριθμό των σεναρίων του προϋπολογισμού.
Από βήματος της Βουλής, προχθές, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης δήλωσε πως κάνει λάθος το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή όταν μιλά για δύο σενάρια στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Με κατηγορηματικό τρόπο, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επικεφαλής του ΓΠΚΒ και άλλοτε υφιστάμενος του Γιώργου Χουλιαράκη, δεν άφησε την πρόκληση αναπάντητη.
«Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έχει τη θεσμική υποχρέωση να εκφράζει ανεξάρτητη γνώμη για τη δημοσιονομική πολιτική και τον κρατικό προϋπολογισμό. Με τη γνώμη αυτή μπορεί ελεύθερα να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει κανείς. Ομως ο ισχυρισμός ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή “κάνει λάθος” προϋποθέτει σοβαρή τεκμηρίωση που δεν ακούστηκε στη χθεσινή συζήτηση» δήλωσε, επιμένοντας στα δύο σενάρια. Διευκρίνισε δε ότι τα δύο σενάρια δεν θεωρούνται αρνητική εξέλιξη.
Λίγο αργότερα, τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό επισκίαζε η εκτίμηση Τσακαλώτου πως η αξιωματική αντιπολίτευση δεν νοιάζεται για τίποτε άλλο εκτός από την πτώση της κυβέρνησης Τσίπρα «και ας πάει η χώρα στον διάολο», καταλογίζοντας στη ΝΔ ότι επενδύει στην καταστροφή και «έναν μήνα σπεκουλάρετε με τις τράπεζες».
Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, νεότερη έκθεση της Capital Economics ανέφερε πως «οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν μεγάλη ανησυχία», επισημαίνοντας πως η άνοδος του κόστους δανεισμού του Δημοσίου αργά ή γρήγορα θα χτυπήσει την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Η Capital Economics εκτιμά πως το 2020 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν θα υπερβαίνει το 1%. Σε ένα πιο αισιόδοξο μοτίβο η JP Morgan θεωρεί ότι η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών είναι καλύτερη απ’ ό,τι δείχνει το ταμπλό. Καμία ανάλυση τις τελευταίες εβδομάδες όμως δεν αποτυπώνει ανέφελο τοπίο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Με αισιόδοξη ή απαισιόδοξη οπτική, το σφυροκόπημα που έχουν δεχθεί οι τραπεζικές μετοχές τις τελευταίες ημέρες είναι δεδομένο, όπως άλλωστε και η αδυναμία εκτόνωσης των πιέσεων στα ελληνικά ομόλογα.
Ορισμένοι αναλυτές προβλέπουν μάλιστα πως η κατάσταση θα επιδεινωθεί εξαιτίας τόσο της απειλής νέας κρίσης χρέους στην ευρωζώνη λόγω της Ιταλίας όσο και της πολιτικής αστάθειας στο εσωτερικό.
Ο ΡΕΓΚΛΙΝΓΚ. Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ δήλωσε χθες πως «η Ελλάδα είναι στον σωστό δρόμο», έσπευσε όμως να προσθέσει πως «είναι σημαντικό να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική πορεία για να ενισχύσει την προοπτική ανάπτυξής της και να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη των επενδυτών».
Σε χαμηλούς τόνους προειδοποίησε την Ιταλία για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ένταση με τις Βρυξέλλες, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει πως «δεν υπάρχει ανάγκη πανικού».
«Την τελευταία δεκαετία, το ευρώ έδειξε μεγάλη αντοχή στην αντιμετώπιση κρίσεων και είμαι βέβαιος ότι θα είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε τα σχέδια προϋπολογισμού των χωρών – μελών, ασφαλώς και της Ιταλίας» δήλωνε ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο.
Οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων κατέκτησαν χθες νέα υψηλά. Πάνω από το 3,7% η απόδοση στο δεκαετές, με το κόστος δανεισμού σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2017, την ώρα που η Κομισιόν έστελνε την επιστολή απόρριψης του ιταλικού προϋπολογισμού με το έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ (αντί για 0,8% του ΑΕΠ) και οι αναλυτές προβλέπουν υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ιταλικής οικονομίας στο τέλος του μήνα.
Σε ένα περιβάλλον έντονων διεθνών αναταράξεων, με την απειλή νέας κρίσης να πλανάται στην ατμόσφαιρα, η κυβέρνηση μοιάζει να προσπαθεί να κρύψει τους κινδύνους.