Φαίνεται ότι υπάρχει μια γενικότερη συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστον μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Ποταμιού, ως προς το «εάν» της συνταγματικής αναθεώρησης, δηλαδή την παραδοχή της ανάγκης βελτίωσης του ισχύοντος Συντάγματος.

Αντιθέτως, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί ως προς το «τι» της συνταγματικής αναθεώρησης, δηλαδή την έκταση και την κατεύθυνσή της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, φαίνεται να θέλει μια παρέμβαση στο άρθρο 3 Συντ., δηλαδή στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, με την οποία διαφωνεί η ΝΔ, που θα επιμείνει στην αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ., ώστε να επιτραπεί η Ιδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων, κάτι που δέχεται υπό προϋποθέσεις και το ΚΙΝΑΛ, αλλά δεν συζητά καθόλου ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, άλλα είναι τα κρίσιμα συνταγματικά θέματα: η ενδυνάμωση της νομικοπολιτικής θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε αυτός να μην αποτελεί απλώς τον διεκπεραιωτή της βούλησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η διασφάλιση μιας έστω σχετικής αυτονομίας της Βουλής από την κυβέρνηση, η άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στα αντιδημοκρατικά κόμματα, η εκκαθάριση του Συντάγματος από τις αναχρονιστικές διατάξεις για τον Τύπο και τη ραδιοτηλεόραση, η θέσπιση ουσιαστικών περιορισμών στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη όσον αφορά την επιλογή του εκλογικού συστήματος, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Πάνω στα ζητήματα αυτά, που αφορούν τη σχέση μεταξύ Συντάγματος και πολιτικού συστήματος, δεν φαίνεται να υπάρχει προς το παρόν κοινός τόπος, ούτε καν ίσως η κοινή πεποίθηση ότι πρέπει να συμπεριληφθούν στην αναθεωρητική ατζέντα.

Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία αφορά το «πώς» της συνταγματικής αναθεώρησης, και δεν είναι μόνο πολιτική αλλά και συνταγματική, πηγάζει δηλαδή από το ίδιο το Σύνταγμα.

Το άρθρο 110 Συντ. έρχεται από παλιά, από το άρθρο 131 (νυν 195) του βελγικού Συντάγματος του 1831, και αναπαράγει τη βασική λογική του: προ-Αναθεωρητική Βουλή που αποφασίζει ποιες συνταγματικές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν, με ή χωρίς καθορισμό του μελλοντικού τους περιεχομένου, παρεμβολή του εκλογικού σώματος με τη διεξαγωγή γενικών βουλευτικών εκλογών, οι οποίες στην περίπτωση αυτή έχουν οιονεί δημοψηφισματικό χαρακτήρα, όσον αφορά την κατεύθυνση της αναθεώρησης, stricto sensu Αναθεωρητική Βουλή, που αποφασίζει ελεύθερα, στο πλαίσιο του καταλόγου που συγκρότησε η πρώτη Βουλή, το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, με 151 ή 180 ψήφους. Δεν υπάρχει συνταγματική ερμηνεία χωρίς συνταγματική ιστορία. Και καμία ένδειξη δεν έχουμε – παρά την αντίθετη γνώμη του ΑΕΔ, το οποίο ερμήνευσε το άρθρο 110 Συντ. αγνοώντας το παρελθόν του – ότι ο συνταγματικός νομοθέτη του 1975, όπως και εκείνος του 1952 ή του 1911, ήθελε να διαφοροποιηθεί από το γενέθλιο πρότυπο του άρθρου 131 του βελγικού Συντάγματος του 1831 (βλ. την παρουσίαση του Christian Behrendt, «The process of constitutional amendment in Belgium», σε X. Contiades, «Engineering Constitutional Change», 2013, σελ. 35-50).

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τυχόν ανατροπή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών από την προ-Αναθεωρητική στην Αναθεωρητική Βουλή, μπορεί να ανατρέψει πλήρως την αρχική κατεύθυνση της αναθεώρησης, ενδεχόμενο που λειτουργεί αποθαρρυντικά για το εύρος της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, εκτός εάν αυτή είναι σχεδόν βέβαιη ότι θα είναι κυρίαρχη και στη δεύτερη Βουλή.

Αλλιώς, μόνο μια «προγραμματική αναθεωρητική συμφωνία» μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων, με αμοιβαία δέσμευσή τους ότι αυτό που θα αποφασίσουν από κοινού στην πρώτη Βουλή, με τουλάχιστον 180 ψήφους, θα το τηρήσουν στη δεύτερη Βουλή, ανεξάρτητα από τον συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων σε αυτήν, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια μεγάλη συνταγματική μεταρρύθμιση, την οποία πράγματι χρειάζεται η Ελλάδα.

Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ