Στην οικογένεια της μητέρας μου ήταν τέσσερα παιδιά. Στου πατέρα μου έξι. Οι γονείς μου έκαναν την αδελφή μου κι εμένα. Η αδελφή μου ένα, εγώ κανένα. Κάτι αντίστοιχο νομίζω ότι συμβαίνει, τις τελευταίες δεκαετίες, στα περισσότερα γενεαλογικά δέντρα στη χώρα μας. Αναπτύσσονται φυραίνοντας. Σαν χριστουγεννιάτικα έλατα που ψαλιδίζουμε τα κάτω κλαδιά τους. Θέλω να πω ότι τα στοιχεία που δημοσιοποιεί η Κατερίνα Ροββά επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι διαπιστώνουμε κοιτώντας προς τα πίσω.
Πριν πάρουμε τα σύνεργα του αυτομαστιγώματος, πριν αρχίσουμε να οδυρόμαστε γιατί θα αφανιστούμε, ας δούμε λίγο την ντουμπλ φας πραγματικότητα των δεικτών. Οταν ο πατέρας μου ήταν μικρός, το κόστος ανατροφής ενός παιδιού μέσης οικογένειας ήταν ελάχιστο σε σχέση με το σημερινό. Και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού έμενε στην περιφέρεια το έκανε ακόμη μικρότερο. Τα παιδιά τότε δεν πήγαιναν στο κολυμβητήριο, δεν έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα ξιφασκίας, μουσικής, ζωγραφικής, δημιουργικής απασχόλησης ή καλλιτεχνικής έκφρασης. Αυτά, δηλαδή, που σήμερα κάνουν τα παιδιά των μέσων οικογενειών (αν είστε γονείς, το γνωρίζετε, αν δεν είστε, το ξέρετε από τους φίλους σας). Θα μου πείτε, γιατί να τα κάνουν; Οτι τα παιδιά χρειάζονται ένα σχολείο και πολλή αγάπη και μπλα, μπλα, μπλα. Καλό κι αυτό το «παραμύθι», αλλά καιροφυλακτεί ο δράκος της ανταγωνιστικότητας.
Ομως δεν είναι μόνο αυτό. Τις τελευταίες μέρες τα θηλυκά, κυρίως, πληκτρολόγια αποθεώνουν την ηθοποιό Μαρία Ναυπλιώτου γιατί σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν την τρομάζει το ότι η Κάλλας – που θα υποδυθεί στο θέατρο – δεν έκανε οικογένεια και πορεύτηκε μόνη της, απάντησε μεταξύ άλλων: «Η οικογένεια και τα παιδιά δεν είναι αντίδοτο στη βαθύτατη μοναξιά που μας κατατρέχει όλους». Βροχή τα «μπράβο» για τον τσαμπουκά της να υπερασπισθεί το δικαίωμα στο να μην κάνει παιδιά. Ισως λοιπόν, πριν καν αξιολογήσουμε το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, θα πρέπει να δούμε ρεαλιστικά τις αιτίες που το προκαλούν.