Από μόνη της μια παραίτηση από θέση εξουσίας έχει κάτι το ηρωικό. Πολύ περισσότερο όταν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης που συνδέεται με ζητήματα πολιτικής γραμμής, πολιτικών αρχών και πολιτικής ηθικής. Ο παραιτηθείς κερδίζει τη συμπάθεια που συνοδεύει κάθε θυματοποίηση. Είναι η πρώτη αντίδραση που καταγράφει κανείς στην αγορά των ψηφοφόρων. Από αυτή την οπτική, ο Νίκος Κοτζιάς μπορεί να δει προσεχώς τα προσωπικά ποσοστά του να βελτιώνονται, αν μπει με συγκεκριμένα ερωτήματα σε κάποια δημοσκοπική μέτρηση. Οπως θα δει περισσότερους να του χτυπούν με συμπάθεια την πλάτη, καθώς και καλοθελητές που θα σταθούν δίπλα του για να θάψουν τον Καμμένο. Συνηθισμένα πράγματα στην πολιτική και στην κοινωνία των ανθρώπων.
Αλλά δεν είναι όλων η ματιά ίδια, ούτε και η αξιολόγηση των γεγονότων. Κυρίως γιατί δεν έχουν κοντή μνήμη, δεν στέκονται στις τελευταίες εξελίξεις και ζυγίζουν τα πράγματα με άλλα μέτρα και σταθμά. Γι΄ αυτούς, πίσω από τη σύγκρουση Κοτζιά – Καμμένου αναδεικνύεται μια παραδοξότητα, από την οποία ακόμη μια φορά βγαίνει χαμένη η πολιτική. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η συζήτηση γίνεται στα καφενεία – εκεί τα βασικά ερωτήματα είναι για ποιους λόγους ο Τσίπρας έφαγε τον υπουργό Εξωτερικών ή πού τον κρατά ο Καμμένος και τελικώς θυσιάστηκε ο Κοτζιάς. Σε αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις είναι μάλλον εύκολες και τις δίνουν και όσοι τα θέτουν ανακατεύοντας τον καφέ ή ρίχνοντας τη ζαριά στο τάβλι. Η μακιαβελική θέση για τον σκοπό που αγιάζει τα μέσα θα μπορούσε να έχει εφαρμογή: ο Κοτζιάς αποχώρησε από την κυβέρνηση επειδή ο Καμμένος ήταν πιο χρήσιμος στον Τσίπρα.
Δεν λύνει, ωστόσο, τα πιο ψαγμένα ερωτήματα για τη σχέση Κοτζιά και Καμμένου που είχε περάσει και μέρες ηλιόλουστες. Πώς είχαν καταφέρει στο πρόσφατο παρελθόν να αλληλοστηρίζονται εάν υπήρχε τόσο μεγάλο χάσμα ανάμεσά τους; Οι φίλοι που αναζήτησαν από εμένα την απάντηση έχουν από καιρό διαγράψει την πολιτική από τα βασικά ενδιαφέροντά τους. Για την ακρίβεια, τη θεωρούν απαξιωμένο προϊόν. Αλλά το ίδιο ερώτημα θα έχουν κι άλλοι – σίγουρα όταν άκουγαν μόλις στις αρχές του μήνα τον Κοτζιά να μας διαβεβαιώνει ότι η διαφωνία με τον Καμμένο «είναι σαν… συζυγικό καβγαδάκι!». Ακόμη κι αν ήθελε να καλύψει ένα πρόβλημα που εξελισσόταν σε τορπίλη για τη συνοχή και την εικόνα της κυβέρνησης Τσίπρα, η παρομοίωση του Κοτζιά επανέφερε στη μνήμη τα σφιχταγκαλιάσματα με τον Καμμένο στην πρώτη περίοδο της πρώτη φορά Αριστεράς. Ολα έδειχναν παράδοξα τότε – και οι εξηγήσεις για εκείνη την εικόνα ήταν πως δύο υπουργοί στα εθνικά θέματα δεν έχουν τίποτα να τους χωρίσει.
Ο Καμμένος δεν ήταν εκείνος που έλεγε ότι οι Ελληνες πρέπει να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κοτζιά, όταν ο ΥΠΕΞ αντιμετώπιζε αρνητικά το πλαίσιο της (ναυαγισμένης) διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά; Για τη στάση του στο ελβετικό θέρετρο, κάποιοι θυμούνται ότι ο Κοτζιάς είχε δεχθεί εύσημα ακόμη και από τον Αντώνη Σαμαρά. Κι αν εκείνη την περίοδο ο Κοτζιάς ήταν ο κεντρικός εκπρόσωπος ενός πατριωτισμού με αριστερό πρόσημο, πώς έγινε ξαφνικά εθνομηδενιστής με τη συμφωνία των Πρεσπών; Προφανώς, ο πρώην ΥΠΕΞ γνωρίζει ότι η πολιτική περνά μέσα από παραδοξότητες, όπως έχει ζυγίσει και την απόφαση να κατέβει από το κυβερνητικό τρένο. Για όσους παρακολουθούν την πολιτική κάτω από τη σκηνή, ωστόσο, το έργο μπορεί να προκαλεί αντίθετες αντιδράσεις και συναισθήματα από αυτά που προσδοκούν οι πρωταγωνιστές. Το έχουν περιγράψει για την πολιτική με τον δικό τους γλυκόπικρο τρόπο, ο Δημήτρης Κεχαΐδης και η Ελένη Χαβιαρά, τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα: οι δάφνες εύκολα γίνονται πικροδάφνες.