Η δημοσίευση της ετήσιας Παγκόσμιας Εκθεσης Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2018 αποκαλύπτει τις σοβαρές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας στο πεδίο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η τεχνολογική εξέλιξη προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις. Και στη διεθνή οικονομία επικρατεί υψηλή αβεβαιότητα λόγω της αστάθειας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της ασθενικής ανάκαμψης από την παγκόσμια κρίση. Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις που καθιστούν αναγκαία τη θωράκιση μιας οικονομίας, η Ελλάδα παρουσιάζεται ανέτοιμη.
Η υποχώρηση της ελληνικής οικονομίας κατά τέσσερις θέσεις στον σχετικό πίνακα (57η θέση ανάμεσα σε 140 κράτη), πίσω από κράτη όπως η γειτονική Βουλγαρία, οι Φιλιππίνες και ο συμπαθής Μαυρίκιος, καταδεικνύει την ανεπίτρεπτη στασιμότητα που επικρατεί σε κάθε πεδίο αναπτυξιακής πολιτικής και η οποία υπονομεύει τις μεσο-μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται αντιληπτό αν συνυπολογίσουμε τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της οικονομίας μας μετά το 2023 και οι οποίοι περιορίζονται μόλις στο 1,2% του ΑΕΠ.
Οπως προκύπτει από τη φετινή έκθεση, η Ελλάδα φαίνεται να χωλαίνει σε βασικούς «διευκολυντές» της ανάπτυξης, όπως, μεταξύ άλλων, η επαρκής πιστωτική επέκταση, οι υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, η περιορισμένη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση στην εργασία, οι κατάλληλες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (κύρια στην κατάρτιση των εργαζομένων), η στήριξη των καινοτόμων επιχειρήσεων.
Ακόμη χειρότερα, καταγράφεται πισωγύρισμα σε σημαντικούς για την οικονομική ανάπτυξη τομείς, με κυριότερο την ποιότητα των θεσμών. Περιοριζόμαστε εδώ να επισημάνουμε τη χειροτέρευση των επιδόσεών μας στα πεδία της προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, τη δυνατότητα αμφισβήτησης των αποφάσεων της Κεντρικής Διοίκησης, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κυρίως τη γραφειοκρατική επιβάρυνση των επιχειρήσεων (131η θέση!). Στα παραπάνω πρέπει να επισημάνουμε μία σειρά παραγόντων οι οποίοι συνδέονται με περισσότερο δομικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας που δεν μεταβάλλονται αυτοστιγμεί, όπως το περιορισμένο κοινωνικό κεφάλαιο, η μικρή αποδοχή του επιχειρηματικού ρίσκου και οι συγκρουσιακές εργασιακές σχέσεις.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει την αποφασιστική εφαρμογή μιας στοχευμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, στο επίκεντρο της οποίας πρέπει να βρίσκονται μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα κύρια εμπόδια (bottlenecks) της εγχώριας αναπτυξιακής διαδικασίας. Ανάμεσά τους, η ταχεία αποκατάσταση της χρηματοδότησης της οικονομίας, η προώθηση της καινοτομίας σε όλες τις αλυσίδες αξίας (με την αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού μας, που αναδεικνύεται ως ένας από τους ελάχιστους θετικούς δείκτες στην έκθεση), η ενίσχυση των συνεργατικών σχημάτων (clusters), η αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ζητούμενες δεξιότητες, η συνεννόηση εργαζομένων και εργοδοτών με στόχο την προσαρμογή της εργασίας στις νέες απαιτήσεις, την αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύνδεσή της με το ύψος των αμοιβών.
Περιττεύει βέβαια να επισημάνουμε ότι, πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που, όπως επανειλημμένα φάνηκε στο πρόσφατο παρελθόν, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι ούτε ικανή ούτε πρόθυμη να υλοποιήσει.
Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος