Η διαπίστωση, ότι στον κατάλογο των 10.119 δημοσίων ακινήτων, για τα οποία εξουσιοδοτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών «να προβεί σε κάθε αναγκαία πράξη προς μεταβίβαση στην ανώνυμη ΕΤΑΔ», περιλαμβάνονται μνημεία και κτίρια μουσείων, έφερε στην επικαιρότητα – με λάθος τρόπο – το μείζον θέμα της ολοκλήρωσης του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου.
Η υπουργός Πολιτισμού δήλωσε – παραπληροφορημένη (;) – ότι για τη συμπερίληψη πολιτιστικών αγαθών ευθύνεται η «χρόνια ασθένεια του υπουργείου να μην έχει κτηματολόγιο», σαν να χρειαζόταν κτηματολόγιο για να διαπιστωθεί ότι μεσαιωνικές οχυρώσεις και ο Λευκός Πύργος είναι μνημεία.
Ο σχεδιασμός του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου ξεκίνησε το 2002. Η χρηματοδότησή του εξασφαλίστηκε το 2010 – ΕΣΠΑ 2007-2013. Αποτελεί μία βάση δεδομένων, στην οποία καταγράφεται και αποτυπώνεται το σύνολο των πληροφοριών που κατέχουν οι αρχαιολογικές, τεχνικές και οικονομικές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Αφορούν στα ακίνητα που διαχειρίζεται το υπουργείο, κυρίως όμως στα μνημεία, στους αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικούς τόπους, με χαρτογράφηση και απεικόνιση του καθεστώτος προστασίας τους.  Το ολοκληρωμένο – όταν και αν – Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο αποτυπώνει γεωχωρικά, περιγραφικά, ιδιοκτησιακά και διαχειριστικά δεδομένα για περισσότερα από 7.500 δημόσια ακίνητα – γαίες και κτίσματα – περισσότερα από 20.000 μνημεία, περισσότερους από 100 κηρυγμένους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους, περισσότερους από 4.000 κηρυγμένους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικούς τόπους, οι οποίοι με τις ζώνες προστασίας τους καλύπτουν έκταση ±10% της επικράτειας.
Πρόκειται για εξαιρετικά μεγάλη έκταση, που διαρκώς αυξάνεται, καθώς καθημερινά άγνωστα μνημεία αποκαλύπτονται.  Το κτηματολόγιο αποτελεί ένα δυναμικό εργαλείο τροφοδοτούμενο συνεχώς με νέες πληροφορίες. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι πολίτες, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος θα μπορούν να γνωρίζουν τα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά. Πού βρίσκεται το καθένα. Ποια είναι η κατάσταση διατήρησής του, υπό ποιο νομικό και διαχειριστικό καθεστώς τελεί, με ποιον τρόπο είναι προσβάσιμα και αξιοποιήσιμα.
Το κτηματολόγιο είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη των επενδύσεων στη χώρα, όπου η συνεχής κατοίκησή της – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – έχει δημιουργήσει ένα εκτεταμένο αρχαιολογικό παλίμψηστο, που προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες βιώσιμης ανάπτυξης, συγχρόνως όμως επιβάλλει δεσμεύσεις και απαιτεί πειθαρχίες. Το κτηματολόγιο πρέπει να είναι απολύτως ανοιχτό και προσβάσιμο σε όποιον επιθυμεί να ενημερωθεί έγκυρα για τις ισχύουσες κηρύξεις και ζώνες προστασίας μνημείων και αρχαιολογικών χώρων.  Θα πληροφορείται για τους όρους και τους περιορισμούς στην αξιοποίηση της γης, που ενδεχομένως επηρεάζουν την ιδιοκτησία του, τις χρήσεις, τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις, τους όρους δόμησης. Τελικός στόχος στον σχεδιασμό του κτηματολογίου ήταν ο κάτοχος έγγειας περιουσίας να εκτυπώνει από τον υπολογιστή του τα αναγκαία δημόσια έγγραφα, που αποτυπώνουν τυχόν δουλείες του ακινήτου του. Μια διαδικασία που σήμερα είναι χρονοβόρα.
Στις αρχές του  2015, η αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ παρουσίασε το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα και τη Διαδικτυακή Πύλη του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου. Αν δεν μεσολαβούσαν προβλήματα και καθυστερήσεις εξαιτίας κυρίως της αβελτηρίας και των ιδεοληψιών της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, σήμερα η υλοποίηση του ανωτέρω στόχου θα μπορούσε να είναι ορατή.
Η δρ Λίνα Μενδώνη είναι αρχαιολόγος, πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού