Η συζήτηση για το περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης έχει, κατά την άποψή μου, κορεσθεί, τόσο στον πολιτικό όσο και στον επιστημονικό χώρο. Εξάλλου, το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη απόψεων και προτάσεων αλλά η πολιτική αναξιοπιστία των κομμάτων και η περίσσεια διχαστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι αυτές οι δύο συγκεκριμένες πολιτικές παθογένειες είναι δομικές και διαχρονικές. Ωστόσο, είναι επίσης γνωστό ότι μετά την κρίση το πρόβλημα αυτό έχει παροξυνθεί, επηρεάζοντας αναμφισβήτητα και τη συνταγματική αναθεώρηση, τόσο με τις πολλαπλές στρεβλώσεις του νοήματός της όσο και με την υποταγή της σε ανυπόληπτες και εν δυνάμει επικίνδυνες θεσμικές διαδικασίες.
Αν λοιπόν είχαμε να κάνουμε με ένα ώριμο και νηφάλιο πολιτικό σύστημα, θα ήταν αρκετό τα κόμματα να κινηθούν στο «διαβουλευτικό» πλαίσιο που υποδεικνύει, με ενάργεια και πληρότητα, ο συνάδελφος Ξενοφών Κοντιάδης στην πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη μελέτη του «Πώς γράφεται το Σύνταγμα;» (εκδόσεις Παπαζήση, 2018). Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, αυτές πρέπει κυριολεκτικά να υπερβούν τον εαυτό τους και να επιχειρήσουν μια συνολική αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την έως τώρα στάση τους.
Πράγματι, είναι γνωστό ότι κανένα από τα δύο κόμματα, που μπορούσαν να αναλάβουν τη σχετική αναθεωρητική πρωτοβουλία (με πρόταση τουλάχιστον 50 βουλευτών), δεν τόλμησε να κάνει το τελικό βήμα, παρότι τα τελευταία δέκα χρόνια διακήρυτταν αμφότερα, σε όλους τους τόνους, ότι τη θεωρούν σημαντική προτεραιότητα. Αντίθετα, τόσο η κυβερνητική πλειοψηφία όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση ακολούθησαν μια στείρα, παράδοξη και λίαν αμφιλεγόμενη τακτική, που οδηγεί είτε στην ανυποληψία είτε στην άρνηση της συνταγματικής πολιτικής. Ειδικότερα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν επιτέλους αποφάσισε, πριν από περίπου έναν χρόνο, να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της αναθεώρησης, είχε ενώπιόν του δύο θεμιτές εναλλακτικές λύσεις. Αν αισθανόταν έτοιμος, με βάση τις προγραμματικές του εξαγγελίες, έπρεπε να ετοιμαστεί και να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση (από 50 τουλάχιστον βουλευτές) για να επιληφθεί στη συνέχεια η Βουλή, που είναι η μόνη αρμόδια. Αν όμως έκρινε ότι δεν είχε κατασταλαγμένες προτάσεις, μπορούσε να δρομολογήσει, ως κόμμα, ανοιχτές διαδικασίες πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου. Ωστόσο, τελικά δεν επελέγη ούτε η μία ούτε η άλλη οδός. Ο Πρωθυπουργός αρκέσθηκε στην εξαγγελία ορισμένων βασικών κατευθύνσεων και στη συνέχεια παρέπεμψε το θέμα σε μια αμφιλεγόμενη διαδικασία «κοινωνικού διαλόγου», που εκπορευόταν και κατευθυνόταν εξ ολοκλήρου από την – εντελώς αναρμόδια – κυβέρνηση. Ολα αυτά προκάλεσαν πλήρη σύγχυση ως προς τη θεσμική ιδιαιτερότητα της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία μάλιστα ήρθε να προστεθεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση ως προς την ουσιαστική στόχευσή της, καθώς από την αρχή αιωρούνταν η λογική μιας συνολικής, εκ βάθρων και οιονεί δημοψηφισματικής αλλαγής του Συντάγματος, ερήμην τόσο των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών όσο και – ιδίως – των ορίων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα (που επιτρέπει μόνο Αναθεωρητική και όχι Συντακτική Συνέλευση αλλά και αποκλείει συνταγματικά δημοψηφίσματα).
Αλλά και η στάση της ΝΔ δεν διεκδικεί δάφνες ούτε πολιτικής αξιοπιστίας ούτε εποικοδομητικών προτάσεων αλλά ούτε και πολιτικής καθαρότητας. Εν πρώτοις, υπήρξε εξίσου ανακόλουθη, δεδομένου ότι παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς δεν έχει αποτολμήσει έως τώρα να αναλάβει η ίδια την αναθεωρητική πρωτοβουλία. Επιπλέον, όχι μόνο δεν επέδειξε συναινετική διάθεση αλλά και κατέφυγε σε εντόνως προσχηματικές προτάσεις, που προκαλούν πολιτική θυμηδία. Συγκεκριμένα πρότεινε, σαν απαράβατο όρο, να κατατεθούν όλες οι προτάσεις – ένθεν κακείθεν – και να ψηφιστούν χωρίς εξαίρεση από 180 τουλάχιστον βουλευτές, και από τα δύο κόμματα, ώστε να είναι αναθεωρητέες κατά το Σύνταγμα. Στην επόμενη δε Βουλή, όποιος κερδίσει να κάνει την αναθεώρηση που επιθυμεί, αφού χρειάζονται μόνον 151 βουλευτές για να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση. Κάτι σαν «πάρ’ τα όλα» δηλαδή…
Συνοψίζοντας, από τη μία έχουμε μια αμήχανη, αλλοπρόσαλλη συνταγματική πολιτική, με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, και από την άλλη μια παρελκυστική στάση που συνοδεύεται από άρνηση της ουσίας της συνταγματικής πολιτικής, ως συμπύκνωσης συνειδητών και αξιακά φορτισμένων ιεραρχήσεων για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω και με δεδομένο ότι η κυβερνητική πλειοψηφία φαίνεται ότι επιτέλους αποφάσισε να αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία, η άποψή μου είναι ότι ο δημόσιος διάλογος για την αναθεώρηση πρέπει να εστιασθεί πρωταρχικά στους ουσιαστικούς διαδικαστικούς όρους αυτής της αναθεώρησης. Το μεγάλο δε ζητούμενο είναι η πλήρης απεμπλοκή από τις διχαστικές και εκβιαστικές λογικές που επικράτησαν έως τώρα και η ειλικρινής προσχώρηση όλων σε μια νηφάλια και εποικοδομητική διαβούλευση. Μόνον έτσι θα μπορέσει η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής Επιτροπή Αναθεώρησης να ασχοληθεί εποικοδομητικά με τις προτάσεις των κομμάτων – που πρέπει να κατατεθούν στο σύνολό τους για να είναι γνωστή η συνταγματική πολιτική τους – και να προετοιμάσει μια τελική πρόταση που θα στηριχθεί στις ευρύτερες εφικτές συναινέσεις και συγκλίσεις (και με μειωμένες, σε κάθε περίπτωση, προσδοκίες, διότι η αναθεώρηση δεν είναι πανάκεια…).
Υπάρχουν χονδρικά τρεις ομάδες προτάσεων. Η μια ομάδα, που συγκεντρώνει ούτως ή άλλως ευρεία συναίνεση, μπορεί να ψηφιστεί ευχερώς και χωρίς προβλήματα, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη Βουλή. Η δεύτερη ομάδα, που συγκεντρώνει μερική συναίνεση, πρέπει να τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας στη Βουλή, ώστε να εξομαλυνθούν οι διαφορές και να αναζητηθούν κοινοί τόποι πριν ψηφιστούν οι αναθεωρητέες διατάξεις που εντάσσονται σε αυτήν. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ομάδα προτάσεων, που καταρχήν δεν συγκεντρώνουν συναίνεση (π.χ. ιδιωτικά πανεπιστήμια, σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας). Η μόνη λύση, ως προς αυτές, είναι να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια – χωρίς πάντως εκβιαστικές λογικές… – ώστε να αναζητηθεί ένας ελάχιστος παρονομαστής, προκειμένου να κριθούν οι σχετικές διατάξεις αναθεωρητέες.
Από εκεί και πέρα, όπου υπάρχει πολιτική καχυποψία, καλό θα ήταν οι αναθεωρητέες διατάξεις να μην ψηφιστούν με 180 αλλά με 151, ώστε η πλειοψηφία των 180 να απαιτηθεί για τη δεύτερη ψηφοφορία (όπως προβλέπεται εναλλακτικά από το Σύνταγμα). Θα μπορούσε δε, παράλληλα, για ορισμένες διατάξεις, να προκριθεί από κοινού και η διατύπωση των συγκεκριμένων τροποποιήσεων, ήδη από την πρώτη ψηφοφορία, ώστε να υπάρξει ουσιαστική – αλλά και τυπική, κατά την άποψή μου – δέσμευση της επόμενης Βουλής.
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών