Η νεότερη μετάφραση των «Βακχών» του Ευριπίδη προέρχεται από τον Αθανάσιο Δ. Στεφανή του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας, που υπάγεται στην Ακαδημία Αθηνών. Η έκδοση (στη σειρά «Βιβλιοθήκη Α. Μανούση) αποτελεί μια ολοκληρωμένη ερμηνεία της τραγωδίας, χάρη στη διαφωτιστική εισαγωγή, τα σχόλια και, κυρίως, την επανεξέταση ορισμένων «μύθων».  Συνεχίζει μάλιστα την παράδοση της σειράς Μανούση, απ’ όπου αναμένουμε την ολοκλήρωση των Εννεάδων του Πλωτίνου, σε μετάφραση Παύλου Καλλιγά.
Η σύγχυση μεταξύ μυθικών και λατρευτικών στοιχείων έχει «φορτίσει» τις «Βάκχες» μέσα στα χρόνια, όπως τονίζει ο Α. Στεφανής, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων και ερευνητής από το 1994 στο ΚΕΕΛΓ. Και δεν είναι η μόνη. Ακόμη και βιογραφικά στοιχεία για τον Ευριπίδη που θεωρούνται ευρέως αποδεκτά στην «επικράτεια της wikipedia», ελέγχονται ως ανιστορικά. Για παράδειγμα το ταξίδι του στη Μακεδονία, όπου, σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες, παραστάθηκαν οι «Βάκχες». «Η μετάβαση στη Μακεδονία για έναν άνθρωπο 70 ετών ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη» επισημαίνει στη συζήτησή μας ο Α. Στεφανής. «Αλλωστε ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού; Ποιο θα ήταν το κοινό της τραγωδίας; Οι “Βάκχες” και το μήνυμά τους, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, φαίνεται να έχουν αποδέκτη την Αθήνα που περνάει μια μεγάλη κρίση αξιών προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τι θα μπορούσε να σημαίνει για τους Μακεδόνες ο Κιθαιρώνας, ή η παρουσία του Διονύσου μέσα στην πόλη και τα δεινά που αυτός της προκαλεί επιδιώκοντας την επικράτηση της λατρείας του;».
Οι «Βάκχες» έχουν γεννήσει πολλές ερμηνείες και την ίδια στιγμή αντιστέκονται σε όλες. Ποια είναι

η συχνότερη παρερμηνεία;

Πράγματι, οι «Βάκχες» είναι μια τραγωδία που έχει ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται «φορτισμένη» μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Η Σχολή Ανθρωπολόγων του Κέιμπριτζ, για παράδειγμα, για την οποία κάνω λόγο στην Εισαγωγή του βιβλίου, είδε στην τραγωδία τη δύναμη του εξωτικού, του άγριου, του παραλόγου. Δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν απαραίτητα μια λανθασμένη προσέγγιση. Λαμβάνοντας υπόψη την εποχή (αρχές του 20ού αιώνα) επρόκειτο για μια σημαντική ερμηνεία που έδωσε ώθηση στη μελέτη του φαινομένου του διονυσιασμού. Οι σπουδαίοι αυτοί μελετητές της ιστορίας της θρησκείας προσπάθησαν να τοποθετηθούν στη γνωστή αντιπαράθεση μεταξύ μύθου και λατρείας, στην οποία φαίνεται να οφείλονται πολλές παρερμηνείες. Οι αναφορές, ωστόσο, στην ωμοφαγία, τον σπαραγμό και τον κανιβαλισμό, πιστεύω πως είναι στοιχεία ξένα για την κλασική Αθήνα. Η πόλη στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο εξελίσσονται τα πάντα. Ο μύθος χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της υπερβολής, από την οποία οι αρχαίοι Αθηναίοι κρατούν, ως γνωστόν, αποστάσεις. Η «μεσότητα», η μετριοπάθεια και η αυτοσυγκράτηση αποτελούν τον τελικό τους στόχο. Αλλωστε η λατρεία του Διονύσου στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αι. είναι ήδη εμπεδωμένη: δεν μπορεί να δεχθεί κανείς ότι οι γυναίκες τριγυρνούσαν κάθε χρόνο στα βουνά και επιδίδονταν σε φριχτές πράξεις, κομματιάζοντας μικρά ζώα ή τα… ίδια τα βρέφη τους, τιμώντας τον θεό!
Από τις θεωρίες ποια νομίζετε ότι επηρέασε τη λανθασμένη οπτική;
Κοιτάξτε, δεν μπορούμε να μιλούμε για λάθη και αστοχίες στην έρευνα, ειδικότερα όταν πρόκειται για τέτοιου είδους έργα που θέτουν τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα. Μεταξύ των σημαντικότερων μελετητών των «Βακχών», αλλά και γενικότερα του μαιναδισμού, εξέχουσα θέση κατέχει ο ο Εric Robertson Dodds, ο οποίος υπήρξε μια μεγάλη μορφή: κλασικός φιλόλογος, ελληνιστής, ιστορικός, άφησε το αποτύπωμά του στην έννοια του διονυσιασμού, του στοιχείου του «παραλόγου», όπως επικράτησε ο όρος έπειτα από τις δικές του συμβολές για το θέμα, και ενσωμάτωσε στα κείμενά του τις ανθρωπολογικές έννοιες που έδωσαν νέα πνοή στη φιλολογική ερμηνεία. Με τον τρόπο του υπέδειξε να διαβαστούν οι «Βάκχες» σαν να επρόκειτο για θρησκευτικό κείμενο. Είδε τη διονυσιακή τελετουργία σαν ένα είδος χριστιανικής μετάληψης, παρεξηγώντας μάλλον τις «προθέσεις» του τραγικού ποιητή. Ο σεβασμός στο θεατρικό είδος είναι το ζητούμενο, ενώ η αναζήτηση των «στόχων» που θέτει ο Ευριπίδης στο έργο αυτό είναι μια μάταιη προσπάθεια. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτούς τους στόχους δεν θα τους μάθουμε ποτέ. Είναι ίσως άσκοπο να προχωρούμε σε ένα είδος «ανάλυσης» των στόχων του ποιητή, ειδικά για τόσο μακρινές εποχές, ή να αναζητούμε επίμονα τις προθέσεις του μέσα από την ανάγνωση των τραγωδιών του που έχουν διασωθεί και οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό της παραγωγής του.
Στις «Βάκχες» κυριαρχούν

οι ρευστές αντιθέσεις και τα δίπολα. Αντανακλά κάτι για τη σχέση των Ελλήνων με το παράλογο;

Κυριαρχούν, επειδή φαίνεται να αποτελούν χαρακτηριστικό της αρχαιοελληνικής σκέψης. Οι αρχαίοι Ελληνες προσπαθούν να δουν τα όριά τους. Αλλά είμαστε εμείς που τους ερμηνεύουμε έτσι, μην το ξεχνάμε: άνδρας και γυναίκα, θεός και θηρίο, άγριο και ήμερο, φύση και πολιτισμός. Ακόμη και σε γνωστές τελετουργίες οι άνδρες μεταμφιέζονται σε γυναίκες και το αντίθετο. Τα κορίτσια, π.χ., στην τελετουργία του γάμου εμφανίζονται με ξυρισμένο κεφάλι «περνώντας» για αγόρια. Κατά τον μύθο, επίσης, ο Αχιλλέας παρουσιάζεται ντυμένος με γυναικεία ρούχα στη Σκύρο. Ο Πενθέας και ο Διόνυσος είναι δύο ξαδέρφια που μοιάζουν εκπληκτικά, πιθανότατα έχουν και την ίδια ηλικία. Γίνονται ο ένας καθρέφτισμα του άλλου. Φαίνεται πως οι αρχαίοι Έλληνες αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία που τοποθετούνται εκτός του ορθού λόγου, της κυρίαρχης λογικής και ενδιαφέρονται γι’ αυτά.
Οσον αφορά τη μετάφραση, είχατε κάποιον άξονα που αντιστοιχεί στις κεντρικές ιδέες του κειμένου;
Στόχος κάθε μετάφρασης είναι να μην προδίδεται το κείμενο και ο συγγραφέας του. Επίσης, και ιδιαίτερα για κείμενα αρχαίων συγγραφέων, βασική επιδίωξη είναι να μπορεί να σταθεί η μετάφραση αυτόνομα. Να μη χρειάζεται δηλαδή να ανατρέχει κάθε τόσο ο αναγνώστης στο πρωτότυπο ώστε να οδηγηθεί στην κατανόηση. Βεβαίως στις εκδόσεις αυτής της σειράς της Ακαδημίας Αθηνών το αρχαίο κείμενο εμφανίζεται σε αντιστοίχιση με τη μετάφραση, ώστε να δίδεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να ανατρέξει στο πρωτότυπο και να έχει περισσότερη ωφέλεια αναζητώντας τους όρους που αποδίδονται και συχνά έχουν σημαντικό βάρος. Δεν παύει, ωστόσο, η μετάφραση να αποτελεί και μια συγκεκριμένη επιλογή, οδηγώντας σε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του αρχαίου κειμένου.
«Το ρούχο που σκοτώνει»
Για τη φιλολογική οπτική, ποια είναι η σημασία της παρενδυσίας του Πενθέα;
Πρόκειται βέβαια για μια ποιητική σύλληψη του Ευριπίδη, η οποία βρίσκει έρεισμα και σε κάποιους μύθους. Χώρια που τα Διονύσια επιτρέπουν τη ρευστότητα και την εναλλαγή μεταξύ των φύλων, καθώς πρόκειται για μια γιορτή αφιερωμένη στον θεό Διόνυσο. Οι αρχαίοι Αθηναίοι, πάντως, ήταν εξοικειωμένοι με την εικόνα της παρενδυσίας. Η μεταμφίεση και η απόκρυψη στις «Βάκχες» λειτουργούν σαν μια παγίδα που στήνει ο θεός προκειμένου να οδηγήσει τον Πενθέα στον Κιθαιρώνα για την κατασκόπευση των γυναικών και των τελετών τους και στην παραδειγματική του τιμωρία. Ως στοιχείο της τραγωδίας θα λέγαμε επίσης ότι εντάσσεται στο μοτίβο του «ρούχου που σκοτώνει», το οποίο γνωρίζουμε και από τον θάνατο του Ηρακλή ή τον φόνο της Γλαύκης που προκαλείται από τα μάγια της Μήδειας. Περισσότερο εμάς «ερεθίζει», με σημερινούς όρους, οδηγώντας και σε ανάλογες ερμηνείες που σχετίζονται, π.χ., με τις σπουδές φύλου.
Ευριπίδου Βάκχαι,

Εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια Αθανάσιος Δ. Στεφανής, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας, 2018, σελ. 361

Τιμή: 15 ευρώ