Στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος» μπροστά στους ηλίθιους της ιστορίας μας, τους οποίους ερμηνεύουν ο Τζιμ Κάρεϊ και ο Τζεφ Ντάνιελς, σταματάει ένα πούλμαν που μεταφέρει πανέμορφα μοντέλα. Τα κορίτσια ζητάνε άντρες πρόθυμους να τα αλείφουν με λάδι. Ο Ντάνιελς τούς προτείνει να πάνε στην πιο κοντινή πόλη, όπου σίγουρα θα υπάρχουν πολλοί. Τα μοντέλα απορημένα που δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία φεύγουν. Τότε ο Κάρεϊ δείχνει να αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν έκαναν καλά. Τρέχει, σταματά το πούλμαν και λέει: «Συγγνώμη, αλλά ο φίλος μου είναι λίγο… αργός. Η πόλη είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που σας είπε». Η παραγωγή ήθελε να γυρίσουν και άλλο φινάλε, όπου ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος θα φέρονταν έξυπνα και θα ανέβαιναν στο πούλμαν. Ο Κάρεϊ αρνήθηκε, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συνεπές με τους χαρακτήρες που ερμήνευαν. Επιβεβαιώνοντας πως αν και με μια πρώτη ματιά αυτό που κάνει μπορεί να φαίνεται εύκολο, σίγουρα δεν γίνεται χωρίς σκέψη, δεν είναι τυχαίο.
Διόλου τυχαία δεν βγήκε και στο HBO, προ ημερών, για να δηλώσει προκαλώντας αντιδράσεις: «Πρέπει να πούμε “ναι” στον σοσιαλισμό. (…) Υπάρχουν άνθρωποι στην κοινωνία μας που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα». Ηταν ανέκαθεν ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος που δεν φοβόταν να μιλήσει. Οπως δεν τον επέλεξε τυχαία και η Μπριν Πουαρσόν, Γενική Γραμματέας Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μετάβασης στη Γαλλία, ως έναν από τους πρωταγωνιστές καμπάνιας για τη συμμόρφωση των καπνιστών που επιμένουν να πετάνε τις γόπες τους κάτω. Γοητευμένη και αυτή από την αμεσότητα του ταλέντου του, σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Το κακό στην περίπτωσή του είναι πως ενώ έχει μεγάλο κωμικό (και όχι μόνο) ταλέντο, συχνά μοιάζει να μην ξέρει πώς να το διαχειριστεί και καταλήγει να το σκορπίζει χωρίς λόγο. Ομως εκεί που έχεις αποφασίσει πως με τις σάχλες, τις μούτες και τις υπερβολές του δεν σε ενδιαφέρει, τον βλέπεις να παίζει σε ταινίες όπως «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» και τον θαυμάζεις εκ νέου.
Είχε λάβει τότε, το 2004, πρωταγωνιστώντας στην κινηματογραφική επιτυχία τού Μισέλ Γκοντρί, τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του. Τις οποίες οφείλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργική συνεργασία του με τον γάλλο σκηνοθέτη. Ισως γι’ αυτό, επιθυμώντας να απολαύσει ξανά μια τόσο καλή συνεργασία, επέστρεψε στα πλατό του Γκοντρί. Για να ερμηνεύσει τον κεντρικό ρόλο, αυτή τη φορά όχι σε μια ταινία του, αλλά σε ένα σίριάλ του: τίτλος του «Kidding» (Showtime). Ο πρώτος κύκλος θα ολοκληρωθεί σε δέκα επεισόδια (στις 11 Νοεμβρίου), ενώ προ ημερών ανακοινώθηκε πως θα υπάρξει και δεύτερος. Ο Κάρεϊ υποδύεται τον Τζεφ, αλλιώς Mr Pickles, έναν δημοφιλή στα παιδιά τηλεοπτικό σταρ. Ολα στη ζωή του δείχνουν να κυλάνε τέλεια ώς τη στιγμή που η οικογένειά του αρχίζει να διαλύεται και εκείνος χάνει τον έλεγχο. Ενας καλός, ευγενικός και τρυφερός άνθρωπος υποφέρει σε έναν κόσμο σκληρό και βάρβαρο και αρχίζει να παραφέρεται. Εμφανώς πιο ώριμος εμφανισιακά από όσο τον θυμόμαστε – ας μην ξεχνάμε πως είναι πλέον 56 ετών -, ζωντανεύει έναν από τους πιο μελαγχολικούς χαρακτήρες που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από την τηλεόραση. Και δηλώνει πως τον ενδιαφέρει να συμμετέχει σε καλές δουλειές, ακόμα και αν αυτές δεν απευθύνονται απαραιτήτως στα μεγάλα κοινά ώστε να αποφέρουν και τα μεγάλα μεροκάματα στα οποία έχει συνηθίσει ένας σταρ.
Ενα φιλόδοξο αγόρι
Σταρ; Περπατώντας προ μηνών στο κόκκινο χαλί του Fashion Week της Νέας Υόρκης, ο ηθοποιός δήλωσε: «Στη σόουμπιζ δεν έχει τίποτα νόημα. Δεν πιστεύω στα είδωλα». Τι σχέση έχει αλήθεια ο καλλιτέχνης που λέει σήμερα αυτά τα πράγματα με το δεκάχρονο αγόρι που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έστειλε ένα γράμμα στην Κάρολ Μπαρνέτ που γνώριζε μεγάλη επιτυχία με το «Carol Burnett Show», ζητώντας της να τον προσλάβει στην εκπομπή της ως εξαιρετικό ταλέντο; Το ίδιο πρόσωπο είναι: ο άντρας που ονειρεύτηκε την επιτυχία, που δούλεψε σκληρά για να γίνει μέλος του σταρ σίστεμ, και έπειτα, όταν το έζησε από μέσα το απέρριψε, καταλαβαίνοντας πως η ζωή είναι αλλού. Εκεί όπου ο καθένας αισθάνεται ήσυχος και ευτυχισμένος. Ο Τζιμ Κάρεϊ γεννήθηκε στο Νιούμαρκετ του Οντάριο του Καναδά τον Ιανουάριο του 1962. Ο λογιστής και μουσικός πατέρας του είχε καταγωγή από τη Γαλλία, η νοικοκυρά μητέρα του καταγόταν από τη Γαλλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Η οικογένεια είχε τρία ακόμα παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Ο Τζιμ ήταν ο πιο κλειστός και μοναχικός. Αιτία, η δυσλεξία που του είχαν διαγνώσει. Στην προσπάθειά του να κοινωνικοποιηθεί άρχισε να κάνει φάρσες στους καθηγητές και στους συμμαθητές του, γεγονός που του δημιούργησε προβλήματα. Ομως ακόμα και όταν οι καθηγητές του περιέγραφαν με μελανά χρώματα στους γονείς του την παρουσία του στην τάξη, εκείνος είχε καταλάβει πως το χιούμορ του ήταν το όχημα με το οποίο θα έκανε το ταξίδι της ζωής του. Καταλυτικό ρόλο στην απόφασή του να γίνει κωμικός έπαιξε ο τρυφερός και ευαίσθητος πατέρας του, ο οποίος και είχε αντιληφθεί το ταλέντο του και στάθηκε δίπλα του από τα πρώτα βήματά του.
Στα 12 χρόνια του ο Τζιμ έπιασε δουλειά (νυχτερινή βάρδια σε εργοστάσιο) για να βοηθήσει τη φτωχή οικογένειά του που αναγκάστηκε ακόμα και να ζήσει σε αντίσκηνο. Στα 16 χρόνια του δεν άντεξε, εγκατέλειψε το σχολείο. Με τη βοήθεια του πατέρα του πήγε στο Τορόντο, όπου και έκανε το ντεμπούτο του σε ένα κλαμπ. Αφού πήρε μερικές ενθαρρυντικές κριτικές, ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, όπου ξεκίνησε εμφανίσεις στα φημισμένα «Comedy Store» και «Improv». Το 1980 δούλεψε για πρώτη φορά στην τηλεόραση, στο «All-Night Show», κάνοντας διάφορες φωνές. Το 1983 έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, στη σεξοκωμωδία «The Sex and Violence Family Hour». Το όνειρο είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα, όπως φάνηκε και από τη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «In Living Color», με την οποία έγινε γνωστός. Συνέχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στον κινηματογράφο για να παίξει μεταξύ άλλων στα: «Η Πέγκι Σου παντρεύτηκε» το 1986, «Στοίχημα θανάτου» (με τον Κλιντ Ιστγουντ) και «Στον πλανήτη Γη τα κορίτσια είναι εύκολα» το 1988, «Ροζ Κάντιλακ» (πάλι με τον Ιστγουντ) το 1989, «Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος» το 1994 και η «Μάσκα» την ίδια χρονιά. Η μία μετά την άλλη είχαν αρχίσει να έρχονται οι μεγάλες επιτυχίες, όταν το 1998 με το «Truman Show» του Πίτερ Γουίαρ ήρθαν και οι καλές κριτικές. Η υποψηφιότητά του για Οσκαρ θεωρούνταν σίγουρη. Τελικά δεν ήταν υποψήφιος. Κέρδισε όμως Χρυσή Σφαίρα. Το βραβείο γλύκανε την πίκρα που του είχε δώσει η βράβευσή του με Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερου Νέου Ηθοποιού για το «Ace Ventura: ντετέκτιβ ζώων». Το 1999 κέρδισε δεύτερη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στην ταινία «Ανθρωπος στο φεγγάρι». Το 2003 το «Θεός για μία εβδομάδα» ήταν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ενώ έναν χρόνο μετά «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» ήρθε για να επιβεβαιώσει πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να είναι. Και πάλι όμως, ενώ πιθανώς το περίμενε, δεν ήταν υποψήφιος για Οσκαρ, σε αντίθεση με τη συμπρωταγωνίστριά του Κέιτ Γουίνσλετ.
Ο αγώνας με την κατάθλιψη
Μπορεί να έκανε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να γελάσουν, όμως ο πληθωρικός και (φαινομενικά) εξωστρεφής Κάρεϊ πίσω από τα φώτα βίωνε το δικό του δράμα: ο αγώνας του με την κατάθλιψη διήρκεσε αρκετά χρόνια. Την καταπολέμησε παίρνοντας φαρμακευτική αγωγή και ζωγραφίζοντας. «Αυτή τη στιγμή δεν έχω κατάθλιψη» δήλωνε πριν από μερικούς μήνες. «Είχα για χρόνια, αλλά όταν έρχεται η βροχή, βρέχει και τελειώνει. Είμαι πλέον απολύτως καλά με όλα όσα συνέβησαν, ακόμα και με τα φρικτά λάθη που έκανα στη ζωή και στην τέχνη μου». Αναφερόταν και στην τραγική υπόθεση της πρώην συντρόφου του Καθριόνα Γουάιτ. Η γυναίκα αυτοκτόνησε αφήνοντας πίσω της μια επιστολή που απευθυνόταν στον Κάρεϊ. «Εχω περάσει τρεις μέρες αρνούμενη να πιστέψω πως δεν είσαι εδώ» έγραφε. «Θα μπορούσα ακόμα και συντετριμμένη όπως είμαι να μαζέψω τα κομμάτια μου. Θα μπορούσα, απλώς δεν έχω τη θέληση αυτή τη φορά. Λυπάμαι που ένιωσες ότι δεν ήμουν εκεί για εσένα. Προσπάθησα να σου δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Πραγματικά, δεν με ενδιαφέρουν τα της ταφής μου και άλλα τέτοια θέματα. Είσαι η οικογένειά μου, οπότε ό,τι επιλέξεις θα είναι καλό. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Δεν είμαι γι’ αυτόν τον κόσμο». Η μητέρα της και ο πρώην σύζυγός της κατηγόρησαν τον ηθοποιό πως της μετέδωσε αφροδισιακά νοσήματα και πως την έμαθε να παίρνει ναρκωτικά, αιτίες που την οδήγησαν στον θάνατο. Εκείνος κατέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Γουάιτ προετοίμαζε εκστρατεία εκβιασμού εναντίον του με ψεύτικα ιατρικά αρχεία και μηνύματα που την έκαναν να φαίνεται ως θύμα, ενώ στην πραγματικότητα είχε τρία σεξουαλικά νοσήματα όταν τον συνάντησε. Κατηγόρησε με τη σειρά του την οικογένειά της πως συνέχιζε τον εκβιασμό, με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα. Τον περασμένο Φεβρουάριο το δικαστήριο απεφάνθη πως δεν εμπλέκεται με κανένα τρόπο στην αυτοκτονία της Γουάιτ. Ο Τζιμ Κάρεϊ συνεχίζει καθαρός από κατηγορίες. Εξακολουθώντας να παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, όπως και ο ίδιος παραδέχεται στις συνεντεύξεις του. Και επιβεβαιώνοντας τη θεωρία που θέλει τους κωμικούς να είναι στην πραγματικότητα οι πιο θλιμμένοι άνθρωποι στον κόσμο. «Κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος με μια καριέρα» λέει και μοιάζει να το εννοεί.
Με τα δικά του λόγια…
«Μπορεί να έχεις όλα όσα επιθυμούν οι άλλοι άνθρωποι και να είσαι ακόμα δυστυχής. Είναι σοκαριστικό το να είσαι δυστυχής όταν έχεις πετύχει όλα όσα ονειρεύτηκες και ακόμα περισσότερα και όταν συνειδητοποιείς πως… δεν είναι αυτό το ζήτημα. Εύχομαι πάντως να καταφέρουν όλοι να επιτύχουν όλα όσα ονειρεύονται. Τότε θα καταλάβουν τι λέω».