Συνέβη μπροστά στα μάτια μου, πριν από μέρες, σε γνωστό εστιατόριο, στο ξεκίνημα της νέας σεζόν. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κατά τα τρία τέταρτα, η ατμόσφαιρα χαλαρή. Αίφνης, κάνει είσοδο συμπαθής κύριος που γράφει για εστιατόρια στο Διαδίκτυο και αναρτά σχετικές φωτογραφίες στους λογαριασμούς του στα σόσιαλ μίντια, συνοδευόμενος από άλλα τρία άτομα. Γύρω του δημιουργείται ατμόσφαιρα αλάρμ. Τα μισά γκαρσόνια μαζεύονται πάνω από το τραπέζι του, κάθεται μαζί του για λίγο και ο ιδιοκτήτης, τα πιάτα πηγαινοέρχονται σε τόνο dt. Σε δύο μέρες διαβάζω μια εξαιρετική κριτική του συγκεκριμένου κυρίου για το εστιατόριο.
Να ξεκαθαρίσω κάτι. Το εστιατόριο, όντως, είναι από τα καλά. Και παρόλο που άλλες ιδέες μού μπαίνουν στο μυαλό, να δεχθώ ότι ο κύριος πλήρωσε στο ακέραιο τον λογαριασμό του. Μόνο που δεν μπορώ να τον θεωρήσω κριτικό εστιατορίου. Στα μεγάλα και σοβαρά διεθνή Μέσα οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά δεν είναι αναγνωρίσιμοι φυσιογνωμικά. Κανείς δεν τους ξέρει και κανέναν δεν ξέρουν. Οι κριτικοί που αποφασίζουν για τα αστέρια Michelin αποβάλλονται από την επιτροπή αν γίνει γνωστή η ταυτότητά τους σε σεφ και εστιάτορες. Βέβαια, οι εργοδότες τους καλύπτουν τους λογαριασμούς των εστιατορίων, κάτι που εδώ, στις μέρες μας πλέον, ακούγεται ως αστείο.
«Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και στο θέατρο; Και οι κριτικοί θεάτρου δεν είναι αναγνωρίσιμοι» αντιλέγει ο φίλος με τον οποίον συζητούσα το θέμα. Ναι, αλλά υπάρχει μια βασική διαφορά. Μια παράσταση δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο άμα τη εμφανίσει κριτικού. Αυτή είναι. Αντίθετα, η ποιότητα του σέρβις και της παρασκευής των συνταγών που θα απολαύσει σε ένα εστιατόριο κάποιος, κατά δήλωσή του, ρεστοκριτικός μπορεί να εκτοξευτεί σε επίπεδο που δεν θα γνωρίσει κανένας «απλός» πελάτης. Από την άλλη, οι δημοσιογραφούντες περί εστιατορίων, καλούνται από τους ιδιοκτήτες, φιλοξενούνται σε resort ως τιμώμενα πρόσωπα. Τι θα κάνεις λοιπόν όταν κάποιος σε φιλοξενεί, σε ταΐζει, σε κερνά επί τριήμερο; Αν γράψεις κακή κριτική, θα είσαι, τουλάχιστον, αγενής. Αν γράψεις ύμνους ακόμη και αν δεν σου άρεσε κάτι, δεν είσαι κριτικός. Αποτέλεσμα; Μια παρέα που γράφει, κατά κανόνα, για τα ίδια και τα ίδια εστιατόρια σε ένα λανγκάζ μάλιστα όπου οι σεφ παρουσιάζονται περίπου ως σαμάνοι. Αν κάποιος αλλοδαπός διαβάσει τις κριτικές εστιατορίων στην Ελλάδα, θα νομίζει ότι έχουμε, by far, το καλύτερο επίπεδο εστίασης στον κόσμο. Κακή κριτική, μία στις τριάντα και αν. Ας το πούμε λοιπόν γλυκά κι ευγενικά. Δεν έχουμε κριτικούς εστιατορίων, ειδικά στα χρόνια της κρίσης. Διαφημιστές έχουμε. Με τις λαμπερές βέβαια εξαιρέσεις που κάνουν τις πραγματικές ρεστοκριτικές απολαυστικό ανάγνωσμα.
Το Κεντρικόν συνεχίζει
Κυκλοφόρησε ως είδηση και μας στενοχώρησε όλους. Για το Κεντρικόν μιλάω που οι κλειστές πόρτες έγιναν αφορμή να βγει η φήμη περί λουκέτου και αλλαγή χρήσης. Προσωπικά ένιωσα και τύψεις γιατί ενώ ετοιμαζόμουν να εκπέμψω νοσταλγική μελαγχολία για ένα από τα τελευταία πια μαγαζιά που θυμίζουν τον αστικό, καθημερινό πολιτισμό της Αθήνας, θυμήθηκα ότι πριν από λίγους μήνες, στις αρχές του καλοκαιριού συγκεκριμένα, έγραφα σε αυτήν εδώ τη στήλη για το εστιατόριο της οδού Κολοκοτρώνη. Είχα μιλήσει με τον ιδιοκτήτη, τον Νίκο Κουτουζή, για τις προσπάθειες που έκανε να διατηρήσει ανοιχτό ένα από τα τελευταία ιστορικά εστιατόρια της πόλης (νομίζω ότι μόνο ο Φιλίππου στην Ξενοκράτους έχει απομείνει πλέον σε αυτήν την κατηγορία), από το οποίο, στη δεκαετία του 1980, παρήλαυνε καθημερινά η αφρόκρεμα της πολιτικής, της Τέχνης και της δημοσιογραφίας. Στον άξονα της πρώην επαγγελματικής μας γειτονιάς, εκεί πηγαίναμε κι εμείς όταν ήμασταν φρεσκοπληρωμένοι, να πάρουμε τη μυρωδιά αυτού του κύκλου, τον οποίο φιλοδοξούσαμε να εκπορθήσουμε όταν θα γινόμασταν «παράγοντες». Δεν πήγα όμως ούτε μία φορά από τότε. Χάζευα μόνο το μενού που αναρτούσε καθημερινά ο Νίκος Κουτουζής στα σόσιαλ, με τις αγκινάρες α λα πολίτα και το κοτόπουλο μιλανέζα που μου θύμιζαν τα οικογενειακά τραπέζια της μάνας μου. Στο τέλος της ημέρας όμως παρασυρόμουν από την παρέα που αναφέρω παραπάνω και κατέληγα να τρώω τα «πειραγμένα». Ευτυχώς, η είδηση ήταν φήμη. Το Κεντρικόν δεν κλείνει. Ανακαινίζεται ο χώρος εκ βάθρων και εμπλουτίζεται το μενού του, διατηρώντας όμως όλες τις κλασικές ελληνικές συνταγές του και την ατμόσφαιρά του. Οπως συμβαίνει, με ανάλογα μαγαζιά, σε όλες τις πόλεις που σέβονται το παρελθόν τους. Ο Νίκος Κουτουζής μού είπε ότι θα είναι έτοιμο μετά τις γιορτές.
Στο βάθος Κήπος
Εναν «πόλεμο» δημοσιευμάτων παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες, με θέμα και αφορμή τη συντήρηση και αναβάθμιση του Εθνικού Κήπου που έχει αναλάβει ο Δήμος Αθηναίων με χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ. Μπηχτές και ανοιχτές αναφορές, εσωτερικές διαμάχες στους «Φίλους του Κήπου» – πρόεδρος του συλλόγου ο εξαιρετικός Παναγιώτης Πικραμμένος -, οργίλες επιθέσεις για τα έργα που έχουν ήδη αρχίσει και, γενικώς, μια ένταση που παραπέμπει σε πολιτικό παρασκήνιο. Ψυχραιμία! Εναν τον έχουμε (τον Κήπο εννοώ). Και τουλάχιστον ο Δήμος παρουσίασε ένα πλάνο. Οταν κάτι δεν μας αρέσει, προτείνουμε κάτι καλύτερο. Δεν βγαίνουμε στα κάγκελα.
Γιώργος Χρονάς (Ποιητής – εκδότης)
Τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα
Αγρια στίφη Νεοελλήνων, που νομίζουν, πως μόνο αυτοί κατοικούν και δουλεύουν σ’ αυτή την πόλη, δεν έχουν αφήσει τοίχο, ρολό, κολόνα… χωρίς να γράψουν ή να τραβήξουν επάνω τους ακαταλαβίστικα είδη και γραμμές. Θέλουν να κάνουν την Αθήνα – κι όλες τις πόλεις της επικράτειας – τις πιο άσχημες και βρώμικες του πλανήτη. Ο Παρθενώνας της Ασκήμιας, βέβαια, παραμένει πάντα το Αττικόν και το Απόλλων στην οδό Σταδίου – κέντρο του κέντρου της πόλης – όπου και το παλιό ξενοδοχείο Εsperia, στην ίδια οδό, απέναντι.
Ελεος! Λίγη αγάπη δεν βλάπτει. Ζουν κι άλλοι άνθρωποι εδώ που δεν τους πάει όλη αυτή η παράνοια.