Ακούγεται – και γράφεται – συχνά το τελευταίο διάστημα ότι ένας «νέος ψυχρός πόλεμος» χαρακτηρίζει τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Τα νέα μοντέλα διακυβέρνησης, ο απολυταρχισμός που επιστρέφει δυναμικά και γοητεύει ολοένα και μεγαλύτερες μάζες, τα fake news, ο Ηγέτης ως κέντρο διοίκησης, οι νέες γεωγραφικές ζώνες επιρροής είναι ορισμένα από τα διακυβεύματά του.
Υπήρξε όμως και ο αυθεντικός Ψυχρός Πόλεμος – εκείνος που ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έφτασε ως απόηχος μέχρι το 1990. Ενας πόλεμος που περιστρέφεται γύρω από την ατομική απειλή, τους κατασκόπους, τις ιδεολογίες, σκοτεινές ιστορίες προδοσίας και ανταλλαγής μυστικών. Ο Ψυχρός Πόλεμος, τον οποίο στην Ελλάδα βιώσαμε μάλλον επιδερμικά, με κύριο χαρακτηριστικό την απομόνωσή μας από τους βαλκάνιους γείτονες, υπήρξε καθοριστικός για την εξέλιξη της ανθρωπότητας τον 20ό αιώνα. Οχι μόνο με την έννοια της πόλωσης και του διαχωρισμού της ανθρωπότητας σε γεωπολιτικά στρατόπεδα, αλλά και επειδή με έναν ιδιότυπο τρόπο απέτρεψε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, όπως δήλωσε ο Κένεντι το 1961, με αφορμή την κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου («ένα Τείχος είναι καλύτερο από έναν πόλεμο»).
Αποτελεί, λοιπόν, ευτυχή συγκυρία ότι περίπου την ίδια περίοδο κυκλοφορούν δύο σημαντικά βιβλία, ένα μεταφρασμένο στα ελληνικά και ένα αγγλικό, από δύο σημαντικούς πανεπιστημιακούς. Το καθένα από αυτά ξανανοίγει με τον δικό του τρόπο το ζήτημα του Ψυχρού Πολέμου στην κρίσιμη φάση όπου η μνήμη μετατρέπεται σε Ιστορία.
Στην παράδοση του Χόμπσμπομ
Η αφήγηση του Γκάντις είναι συναρπαστική και ακολουθεί την αγγλοσαξονική παράδοση του storytelling που εγκαινίασε ο Ερικ Χόμπσμπομ και ακολούθησαν ο Τόνι Τζαντ και ο Μαρκ Μαζάουερ. Η αφήγηση αυτή αντιστοιχεί σε μια σειρά γεγονότων όχι πάντα συνδεδεμένων μεταξύ τους, που δεν υποτάσσονται πάντα στη χρονική ακολουθία, αλλά συνθέτουν ένα ιστορικό μωσαϊκό με μια ολοκληρωμένη εικόνα τής υπό εξέταση περιόδου.
Ο Γκάντις εντοπίζει τις ρίζες του Ψυχρού Πολέμου ήδη στον Β’ Παγκόσμιο πιστεύοντας ότι ο Στάλιν είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο της μεταπολεμικής σύγκρουσης. Ο συγγραφέας εντοπίζει μάλιστα ως γενέθλια πράξη του Ψυχρού Πολέμου τη ρίψη των ατομικών βομβών. Το γεγονός εκείνο δεν σήμανε απλώς τη λήξη μιας μεγάλης πολεμικής σύγκρουσης, αλλά και την εκκίνηση μιας νέας πολεμικής περιόδου με πολλές εστίες ανά τον πλανήτη.
Επόμενος μεγάλος σταθμός είναι το 1956 και η αποκαθήλωση του Στάλιν από τον Χρουστσόφ, με την οποία προετοιμάζεται ουσιαστικά η πτώση συνολικά του Ανατολικού Μπλοκ, η οποία που θα ολοκληρωθεί περίπου 34 χρόνια αργότερα.
Ο Γκάντις παρακολουθεί επεισόδια αυτής της μεγάλης διαμάχης αλλά παρότι διατηρεί – εκ των πραγμάτων – μια αμερικανική οπτική, δεν εμμένει καθόλου στην αμερικανοσοβιετική διαμάχη. Αντιθέτως, επιλέγει επιτυχημένα μια σφαιρικότερη θεώρηση. Επιπλέον αποφεύγει, συνειδητά, να ταυτίσει την ΕΣΣΔ με το απόλυτο κακό.
O Γκάντις αναφέρεται, εξάλλου, σε μια σειρά γεγονότα αλλά και εξελίξεις που προκάλεσε ο Ψυχρός Πόλεμος όπως τις συχνά παράταιρες συμμαχίες που αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές, τη στήριξη που παρείχαν εκατέρωθεν σε δικτατορικά καθεστώτα, τη χρήση πρώην Ναζί επιστημόνων στον ανταγωνισμό για την κατασκευή ατομικών όπλων. Η εξιστόρηση γνωστών ή λιγότερο γνωστών γεγονότων συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως χάρη στη δεινότητα, την πείρα και τη μέθοδο του Γκάντις.
Η σκακιέρα της γεωπολιτικής
Ο Γουέσταντ στήνει την αφήγησή του εντάσσοντάς τη στην παγκόσμια γεωπολιτική. Επί της ουσίας συγκροτεί μια συνολική ιστορική μεταπολεμική αφήγηση όπου ο Ψυχρός Πόλεμος έχει κεντρική θέση. Είναι η σκακιέρα πάνω στην οποία κινούνται τα πιόνια του γεωπολιτικού παιγνίου. Ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει από το κλασικό μοντέλο ανάλυσης: τη σύγκρουση, δηλαδή, του καπιταλιστικού με το κομμουνιστικό μοντέλο και την τελική επικράτηση του πρώτου, αφού εξασφάλιζε μεγαλύτερη ευημερία στους ανθρώπους.
Οσον αφορά τις ρίζες, ωστόσο, του Ψυχρού Πολέμου, ο συγγραφέας τις εντοπίζει ήδη στον 19ο αιώνα με την άνοδο του κομμουνισμού. Υπενθυμίζει παράλληλα ότι οι δύο υπερδυνάμεις – ΗΠΑ και πρώην ΕΣΣΔ – διαμορφώθηκαν μέσα σε ένα διάστημα 50 ετών διαθέτοντας έκτοτε το «δικαίωμα» της παρέμβασης οπότε η μεταπολεμική σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη.
Ο Γουέσταντ εξετάζει την επίδραση του Ψυχρού Πολέμου σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Για την Ευρώπη θεωρεί ότι το Σχέδιο Οικονομικής Βοήθειας Μάρσαλ και η δημιουργία του ΝΑΤΟ, πέρα από τα υλικά οφέλη, απεκατέστησαν μια αίσθηση ασφάλειας στην τραυματισμένη ήπειρο. Πιστεύει, ωστόσο, ότι ο δυτικός κόσμος αγνόησε αρχικά και άργησε να βοηθήσει την αντίσταση εναντίον της σοβιετικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του για την Ασία όπου θεωρείται και ειδικός. Για την Κίνα η άποψή του θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και σοκαριστική αφού θεωρεί ότι αν και τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Μαο στοίχισαν τη ζωή σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους έθεσαν τις βάσεις για την Κίνα του σήμερα δημιουργώντας την συλλογική συνείδηση που την χαρακτηρίζει.
Για τον πόλεμο της Κορέας ταυτίζεται με την άποψη του Γκάντις. Ενας ανούσιος πόλεμος που κόστισε υπερβολικά σε ανθρώπινες ζωές και χρήμα, ενώ προέκυψε κυρίως από την ανάγκη της Κίνας για μια περιφερειακή σύγκρουση που θα την ενίσχυε.
O Γουέσταντ αποδίδει εύσημα στον Γκορμπατσόφ επειδή δεν χρησιμοποίησε την ισχύ των όπλων όταν κατάλαβε ότι είχε χαθεί το παιχνίδι της επιρροής, ενώ κατακρίνει τη Δύση για την πίεση που άσκησε στη Ρωσία εκτιμώντας ότι η βίαιη στροφή της προς τον καπιταλισμό γέννησε παράδοξα φαινόμενα – ανάμεσά τους και τη διακυβέρνηση Πούτιν.
Ο «Ψυχρός πόλεμος» του Γκάντις και η ανάλυση του Γουέσταντ είναι τελικά δύο βιβλία που προσφέρουν διαφορετικές ματιές, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά. Δίπλα στην έξυπνα δομημένη αφήγηση του Γκάντις στέκεται η στιβαρή αφήγηση του Γουέσταντ. Με επεισόδια και θεωρίες, ψύχραιμες εκτιμήσεις και υποθέσεις εργασίας, τα δύο βιβλία αφηγούνται το μεγάλο γεγονός του 20ού αιώνα με σαφήνεια για το μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ενίοτε μάλιστα κυριαρχεί μια αλλόκοτη εντύπωση: ότι η εποχή που αφηγούνται – ακόμα και με την απειλή μια ατομικής σύγκρουσης – μοιάζει σχετικά «γραμμική». Ειδικά αν τη συγκρίνει κανείς με τις πολυπολικές, πολυπαραγοντικές, νέες ασύμμετρες απειλές.
Ο Αϊζενχάουερ και ο Κλάουζεβιτς
«Εκ των υστέρων φαίνεται ότι ο Αϊζενχάουερ ίσως ήταν το καλύτερο μυαλό, γιατί καταλάβαινε καλύτερα από τους συμβούλους του πώς είναι ο πόλεμος. Κανένας από αυτούς εξάλλου δεν είχε οργανώσει την πρώτη επιτυχημένη εισβολή στη Μάγχη από το 1688, ούτε είχε ηγηθεί της στρατιάς που είχε απελευθερώσει τη Δυτική Ευρώπη. Κανείς από αυτούς, επίσης, δεν είχε διαβάσει τον Κλάουζεβιτς τόσο προσεκτικά όσο εκείνος. Αυτός ο σπουδαίος ιθύνων στρατηγικός νους όντως επέμενε ότι ο πόλεμος έπρεπε να είναι το λογικό εργαλείο πολιτικής, αλλά μόνο επειδή γνώριζε πόσο εύκολα ο παραλογισμός του συναισθήματος, των προστριβών και του φόβου μπορεί να κλιμακώσει τον πόλεμο μετατρέποντάς τον σε τυφλή και άσκοπη βία. Αυτός ήταν ο λόγος που κατέφευγε στην αφηρημένη ιδέα του ολοκληρωτικού πολέμου: για να τρομάξει τους πολιτικούς και να τους αναγκάσει να περιορίσουν τους πολέμους προκειμένου να επιβιώσουν τα κράτη που κυβερνούσαν. Ο Αϊζενχάουερ είχε τον ίδιο σκοπό κατά νου· αλλά, σε αντίθεση με τον Κλάουζεβιτς, ζούσε σε μια εποχή που τα πυρηνικά όπλα είχαν μετατρέψει τον ολοκληρωτικό πόλεμο από αφηρημένη ιδέα σε χειροπιαστή προοπτική».
(Από τον «Ψυχρό Πόλεμο», εκδ. Παπαδόπουλος, μτφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου)
John Lewis Gaddis
Ψυχρός πόλεμος
Μτφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου,
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2018
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει
μεθαύριο Δευτέρα 22/10
Odd Arne Westad
The Cold War
A World History
Εκδ. Allen Lane,
2018, σελ. 720
Τιμή: 12 ευρώ