Ζούμε εδώ και καιρό μια αναστροφή: η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε σάτιρα. Ο εξωφρενισμός του υπαρκτού είναι παρασάγγες εκείθεν της κάθε κωμικής ματιάς. Αυτά που συμβαίνουν δεν τα προλαβαίνουν οι γελοιογράφοι, οι αρθρογράφοι, οι εξαρθρογράφοι, οι σατιρικοί. Ακόμα και οι πιο οξείς κάλαμοι στομώνουν. Σχεδόν βαριούνται να γράψουν γιατί το εξόφθαλμο της φαιδρότητας είναι πια πέρα απ’ το όριο. Η εξουσία έχει απογυμνωθεί σε τέτοιο βαθμό από τα προσχήματα που την κρατούν, ο λόγος δεν αντιστοιχεί επ’ ουδενί στα πράγματα, άρα έχει επί της ουσίας καταργηθεί, και ο καθείς μπορεί να λέει και να ξελέει με πάσα άνεση και όλα να θεωρούνται (από κάποιους) φυσιολογικά. Μπορεί κάθε βδομάδα να γίνεται ένας βιασμός στη Μόρια και αλλεπάλληλοι φόνοι, ωστόσο να βγαίνει ο δήθεν και να ενοχλείται όχι απ’ αυτήν την αποτρόπαιη πραγματικότητα, αλλά απ’ τη λέξη «λαθρομετανάστης». Τον κόφτει – υποτίθεται – η γλώσσα. (Κυρίως το ομώνυμο ψάρι, βέβαια, αλλά και οι λέξεις).
Θέλουν ακόμα και να μιλάμε καθ’ υπαγόρευση παρότι, όπως λέγανε και οι αρχαίοι, «η γλώσσα είναι ατάσθαλη». Υπάρχουν βέβαια και τα σχετικά πρότυπα της υπαγόρευσης· ο Στάλιν στο βιβλίο του «Μαρξισμός και γλωσσολογία» (ήθελε να παριστάνει και τον γλωσσολόγο, ο πατερούλης) γράφει το εξής ανατριχιαστικό: «Οταν θα επιβληθεί ο κομουνισμός, όλοι θα αναγκαστούν να μιλούνε μια ενιαία γλώσσα». Πέραν του ότι οι σοβιετικοί συγγραφείς έγραφαν ήδη στανικώς ή από δουλοπρέπεια τα ίδια νοβοπάν σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αν δεν είχαν εν τω μεταξύ εκτελεστεί ή σταλεί για μεταπτυχιακό στα γκουλάγκ.
Πάνε, λοιπόν, να επιβάλουν έναν νέο κομφορμισμό στη χρήση της γλώσσας, ένα κορέκτ, έναν κηλεπίδεσμο, όχι από καμιά ευαισθησία αλλά από ιδεολογική ιδιοτέλεια. Η τρυφερότητα που επιφύλασσαν στους μετανάστες φαίνεται στη Μόρια και η εμμονή με τη μη χρήση της λέξης «λαθρομετανάστης» δεν είναι παρά άλλη μια κουκούλα, κατά το γνωστό σύστημα «όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, αλλάζουμε τις λέξεις». Παρότι, παλιότερα, χρησιμοποιούσαν, επειδή βόλευε πάλι, το γνωστό «δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι». Τώρα ξαφνικά υπάρχουν και χυδαίες λέξεις, καθαυτές, που όμως πριν δεν ήταν και δεν ξέρουμε τι θ’ απογίνουν στο μέλλον. Αν θα μεταναστεύσουν κι απ’ τα λεξικά.
Ειδικά στη λέξη «λαθρομετανάστης» η εμμονή ξεκινάει όχι από κανέναν ουμανισμό (που θα ήταν αξιέπαινος) αλλά από τις διεθνιστικές ιδεοληψίες περί κατάργησης συνόρων, σε μια ανελέητη παγκόσμια πραγματικότητα με καθαρά εθνικά σύνορα. Ωστόσο αυτά υπερβαίνονται ήδη πολλαπλώς με την παγκοσμιοποίηση, που ούτε κι αυτή τους αρέσει. Υπερβαίνονται τα σύνορα, αλλά βάσει νόμων, ορίων και κανονισμών. Αν πας, ας πούμε, ακόμα και στην πολύ προωθημένη Ευρώπη, να περάσεις ναρκωτικά σε άλλη χώρα ή λαθραία εμπορεύματα, σε συλλαμβάνουν πάραυτα. Είσαι ναρκέμπορος ή λαθρέμπορος. Ή μάλλον παράτυπος έμπορος, παράνομος έμπορος, βαποράκι και τα λοιπά – υπάρχουν και οι αργκό στο γλωσσικό παίγνιο. Αλλο βαποράκι του Μπουρνόβα κι άλλο βαποράκι ηρωίνης. Η λέξη βαποράκι, επομένως, από μόνη της νοείται κατά περίπτωση – όπως στο άσμα ο μπαγλαμάς μεγάλωσε και γίνηκε βαπόρι, ίσως μεγαλύτερο κι απ’ το παπόρι απ’ την Περσία. (Αλλοι το λένε παπόρο).
Κάθε λέξη περιέχει απαξία ή όχι, ανάλογα με τον τόνο, το περιβάλλον και το ύφος που τη χρησιμοποιείς. Μπορείς να πεις τη λέξη «καλημέρα» ευγενικά ή φτύνοντάς την, παρότι από μόνη της είναι ευχή – όπως και το «μαλάκα μου» μπορεί να ειπωθεί μεταξύ φίλων λόγω οικειότητας ή με προφανή τρυφερότητα. Ή το «ρε πούστη μου». Δεν το λέμε; Εκτός αν κάποιοι hypocrites lecteurs έχουν άλλη άποψη και χρησιμοποιούν μεταξύ τους αποκλειστικά κομψό πληθυντικό, όπως ο Σαρτρ όταν μιλούσε στη Σιμόν ντε Μποβουάρ ή όπως έγραφε ο υποκόμης De Valmont στη Marquise de Merteuil στο «Les liaisons dangereuses».
Κι απ’ την άλλη, κατά περίπτωση πάλι, μιλούνε (όταν βολεύει) κατά της λογοκρισίας. Τώρα, δε, υπέρ. Τρέχα γύρευε. Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι χειρότερο: λεξικρισία. (Νεολογισμός). Και αν με ρωτάτε για να το κάνουμε συγκεκριμένο, αν χρησιμοποιώ την έκφραση «παράτυπος μετανάστης» ή τη λέξη «λαθρομετανάστης, είναι λάθος ερώτηση. Πάντως θα πω ότι χρησιμοποιώ ό,τι κρίνω κατά περίσταση και ανάλογα με τη συγκυρία, το ύφος και το τι ακριβώς θέλω να πω. Και δεν απολογούμαι, ούτε υπακούω σε κανέναν. Και αν αύριο βγει ένα άλλο κόμμα στην εξουσία και πάει να μου επιβάλει με το ζόρι τη λέξη «λαθρομετανάστης» ή κάποια ετέρα, το ίδιο ακριβώς θα απαντούσα και δεν μπορεί, κάθε κυβέρνηση, κάθε φορά, να μου φοράει με το ζόρι όποια λέξη είναι ασορτί με την προπαγάνδα της. Δεν θα ρωτάω τον Καρανίκα ή τον εκάστοτε Σπίρτζη για το πώς θα χειριστώ τη γλώσσα. Εκτός κι αν χάσαμε το δικαίωμα του λόγου ή την άνεση να διαχειριζόμαστε τις λέξεις με ποικίλους τρόπους, κατά βούληση και με βάση τη δική μας διάκριση, αισθητική και αίσθηση.
Κάποιοι χρησιμοποιούν μια λέξη με ηρωική φόρτιση, το «Μακεδονομάχος», ειρωνικά. Και λοιπόν; Οπως μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί το «πιθανά» ως επίρρημα ή και το προφανώς να το κάνει «προφανά» και είναι αισθητικό, ιδεολογικό ή όχι δικαίωμά του – άσχετα αν εγώ δεν θα το χρησιμοποιούσα. Δεν μπορώ όμως να απαιτήσω κάτι τέτοιο από άλλους. Είπαμε: «Γλώττα ατάσθαλον». Κι ευτυχώς. Πάντως η αξία και η απαξία, το νόημα, η περιγραφικότητα ενός επιθέτου καθαυτού, η επικαιρική ηθική του φόρτιση δεν είναι κυβερνητικό θέμα – ή όπως έγραφε ο Μιχάλης Κατσαρός προφητικά: «Και φοβηθέντες τα ονόματα έβαλαν και επίθετα». Επίθετα που ενίοτε γίνονται κι επιρρήματα (ή απορρίμματα) τοις κείνων ρήμασι πειθόμενα.