Οποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα. Κάπως έτσι την πάτησε ο Τσίπρας αρπάζοντας την ευκαιρία που νόμισε ότι του έδινε η διεθνής συγκυρία, η ανάγκη της Δύσης να εντάξει την ΠΓΔ της Μακεδονίας στον δυτικό κόσμο, ανακινώντας όπως ανακίνησε το ζήτημα της ονομασίας της. Το αποτέλεσμα; Λίγο πριν από τις εκλογές, η κυβέρνησή του είναι άνω – κάτω και ο ίδιος, για να εξασφαλίσει λίγο καιρό ακόμα στην εξουσία, πορεύεται σφιχταγκαλιασμένος με τον Πάνο Καμμένο, τον δήθεν αντιμνημονιακό δεξιό λαϊκιστή συνεταίρο του.
Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Επειδή ο εγκέφαλος της πολιτικής στρατηγικής Τσίπρας θεώρησε ότι, θέτοντας το θέμα του ονόματος, θα εγκλώβιζε τη ΝΔ. Η οποία πίστευε ότι είχε δύο δρόμους. Είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συντασσόταν μαζί του, πολιτευόμενος όπως ο πατέρας του το 1992, αποδεχόμενος να χάσει μεγάλα τμήματα οπαδών και ψηφοφόρων της, Συμπιλίδηδων, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην Ακροδεξιά. Είτε δεν θα συντασσόταν, οπότε θα επέτρεπε στον ίδιο να αρχίσει πόλεμο εναντίον του, αποκαλώντας τον ίδιο τον Κυριάκο ακροδεξιό.
Ο Κυριάκος δεν συντάχτηκε, προφανώς, αλλά ούτε έγινε ακροδεξιός, κι ας προσπάθησε ο Τσίπρας να τον συκοφαντήσει γι’ αυτό. Αντιπολιτευόμενος την εξωτερική πολιτική Τσίπρα – Κοτζιά, ο Κυριάκος δεν έγινε Καμμένος. Δεν είπε ακρότητες, δεν υπέθαλψε ακρότητες – ανέχτηκε ορισμένες, αλλά είναι εύλογο, πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι η ΝΔ και έχει πολλούς ψηφοφόρους με τα αντανακλαστικά της παλαιάς Δεξιάς, δεν θα τους κλωτσούσε τους ψηφοφόρους του για να κάνει το χατίρι στον Τσίπρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Μακεδονικό δεν είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τον Τσίπρα. Ο οποίος, κινούμενος καιροσκοπικά, ουσιαστικά παρέδωσε τη συζήτηση για την ονομασία της γειτονικής χώρας όχι στους ακροδεξιούς αλλά συνολικά στην ακροδεξιά εθνικιστική κουλτούρα. Αντί να εξασφαλίσει, με συνετές και συναινετικές κινήσεις, τη συμμετοχή σε λύση του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού φάσματος, διαπραγματεύτηκε μόνος του. Αντί να επιδιώξει μια λύση που θα μπορούσαν να την αποδεχτούν όσο το δυνατόν περισσότεροι Ελληνες, εργαλειοποίησε και αυτό το ζήτημα επιδιώκοντας να διασπάσει τους αντιπάλους του.
Δεν τον πείραζε τον Τσίπρα η δημιουργία ενός ακόμα ακραίου κόμματος, μιας εθνικόφρονος παράταξης αφελών στα δεξιά της ΝΔ. Οπως ουδέποτε τον πείραξαν οι συνεταίροι του οι ΑΝΕΛ, όπως για καιρό πορεύτηκε με κοινά συνθήματα και κοινές συγκεντρώσεις με χρυσαυγίτες «Αγανακτισμένους». Τίποτα δεν τον πείραζε. Ισα ίσα, αν είχε δημιουργηθεί ακόμα ένα ακροδεξιό κόμμα, θα τον εξυπηρετούσε στο σχέδιο κατακερματισμού του πολιτικού προσκηνίου που ετοιμάζει με την εισαγωγή της απλής αναλογικής. Ολα γι’ αυτόν είναι ένα εργαλείο κομματικής επιβολής.
Και τώρα; Τώρα, ο αριστερός Τσίπρας και το κόμμα του, στο όνομα της δήθεν καθαρής λύσης, έγιναν όμηροι του Καμμένου – έχοντας μετατρέψει ένα θέμα, υποτίθεται, διεθνιστικών αρχών σε υπόθεση με οσμή σκανδάλων.
Και στέλνοντας τη χώρα όμηρο ακόμα μία φορά της εθνικιστικής ατζέντας – με τροφοδότη λογαριασμό, πάλι, το Μακεδονικό.