Είναι σίγουρα απώλεια για την κυβέρνηση η παραίτηση Κοτζιά. Συνοικοδόμησε, μορφοποίησε και συνέθεσε την πολιτική επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά νομίζω και ευρύτερων μεταρρυθμιστικών, εκσυγχρονιστικών δυνάμεων, για μια στρατηγικά σχεδιασμένη, ενεργητική εξωτερική πολιτική. Παραδοσιακά και σε σημαντικό βαθμό, η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε αμυντικά χαρακτηριστικά, αντανακλαστικά, στις επιλογές κυρίως της αντίστοιχης Τουρκικής. Η Ελλάδα απαντούσε. Αυτός ο ετεροκαθορισμός αφαιρούσε πολιτικούς πόρους και μείωνε την πολιτική φαντασία επί του πεδίου. Ο Κοτζιάς και η (μακροχρόνια) ομάδα για την εξωτερική πολιτική παραγωγή (Καλπαδάκης κ.λπ.), σε μεγάλο βαθμό ενέταξαν μια διαφορετικής τάξεως επινοητικότητα στην παραγωγή λύσεων. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις τριμερείς σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ ή Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Αφορά το κτίσιμο ενός κριτικού και μακροσκοπικού ευρωατλαντισμού, αφορά την ανάπτυξη ή και αναπροσανατολισμό πολιτικών (και) προηγούμενων κυβερνήσεων γύρω απ’ τους υδρογονάνθρακες, αφορά την ερμηνεία της σχέσης της χώρας μας με ολόκληρο το βαλκανικό τόξο, την εκλογίκευση της πολυμέρειας των διακρατικών προβλημάτων.
Ετσι όχι μόνο η «σύνθεση» της συμφωνίας για το Μακεδονικό αλλά και η ωρίμαση της διασυνοριακής και οικονομικής τεκμηρίωσης των σχέσεων με την Αλβανία βοηθήθηκαν απ’ τη διεθνοπολιτική καλλιέργεια του Κοτζιά και των στελεχών. Συλλογικά μεν τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής, κατασκευαστικά όμως ο Κοτζιάς βοήθησε ουσιωδώς. Βρέθηκε στο γόνιμο πολιτικό περιβάλλον που του εξασφάλιζε η πολλαπλή στήριξη κοινοβουλευτική και κυβερνητική, αλλά είχε (και φυσικά διατηρεί) το ταλέντο και τη μόρφωση τις γενικές κατευθύνσεις να τις κάνει υλοποιήσιμη και αποδεκτή απ’ τους συνομιλητές του πολιτική. Γιατί παραιτήθηκε; Οι σεναριογράφοι, οι παρατηρητές, οι αντίπαλοι, οι συνοδοιπόροι έχουν προτείνει διάφορες ερμηνείες. Δεν αποκλείεται μερικά στοιχεία απ’ τα γραφόμενα να είναι αληθινά. Νομίζω όμως ότι αδικεί κανείς την προσωπικότητα, αν την ερμηνεύει ως προς τα θυμικά της στοιχεία, ως προς δραματικές λεπτομέρειες και υποσημειώσεις. Το ίχνος του Κοτζιά είναι η συμβολή στη σύλληψη του ανατολικομεσογειακού χώρου όχι μόνο στην πολιτική, στρατηγική, πολιτιστική συνθετότητα, αλλά και στη δυναμική του. Πού πάει το «πράγμα». Το πρόβλημα επομένως για την κυβέρνηση δεν είναι η αφομοίωση του κλυδωνισμού, όσο το να διευρύνει η Ελλάδα τολμηρά τη μεγάλη εκλογίκευση που έχει αποπειραθεί τα τελευταία χρόνια. Κριτικός ευρωατλαντισμός, φιλειρηνική θεώρηση αλλά άκαμπτη ως προς το δίκαιο ελληνοτουρκική σχέση, ευλυγισία και μέτρο στις σχέσεις με τη Ρωσία, εμβάθυνση στις σχέσεις με τον ουσιωδέστερο πολιτικά, πολιτισμικά και εγγύτερο σύμμαχο, (εκτός Ευρώπης), το Ισραήλ.
Η επιλογή, το θέρος του 2015, της επαναθεμελίωσης της σχέσης με την Ευρώπη, η συλλογική (επώδυνη, αλλά στρατηγικά μοναδική) επιλογή της ενσωμάτωσης και όχι της ρήξης, συνοδεύεται από διεύρυνση των εξωενωσιακών σχέσεων, με φαντασία, τόλμη, χωρίς τα στερεότυπα της δεκαετίας του 1980, που αντιστοιχούν σε ανενεργές διαστρώσεις δυνάμεων, σε ανύπαρκτες πλέον κρατικές οντότητες και τελείως διαφορετικά ιδεολογικά «αποκρυσταλλώματα». Ο εγκλωβισμός στην «πλοκή» μιας παραίτησης, στην πραγματικότητα αίρει τους ποιοτικούς όρους της πραγματικής πολιτικής παραγωγής. Αυτής που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και αναπότρεπτα θα φωτίσει και τα δραματικά στοιχεία του έργου.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου