«Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο που μας συνέβη τα τελευταία χρόνια;» μου έλεγε τις προάλλες ένας φίλος. «Δηλητηριάστηκαν οι σχέσεις των ανθρώπων. Επικράτησαν η καχυποψία και η μοχθηρία. Κόπηκαν οι γέφυρες».
«Στην αρχή, ναι…» του απάντησα. «Με τη χρεοκοπία του κράτους και με τα πρώτα δύο Μνημόνια, πυροδοτήθηκε τυφλή οργή εναντίον των τότε ηγεσιών και όποιου πολίτη τις στήριζε, έστω και κριτικά. Οι Ελληνες χωρίστηκαν τεχνητά, εμπρηστικά, σε “πατριώτες” και σε “προσκυνημένους”. Η λαϊκίστικη Αριστερά και η τυχοδιωκτική Ακρα Δεξιά μονάχα να κερδίσουν είχαν υποδαυλίζοντας το μίσος. Ρητόρευαν υπέρ της “δίκαιης” βίας. Χαμογελούσαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους όποτε κάποιος πολιτικός τους αντίπαλος προπηλακιζόταν. Συγκροτούσαν ομάδες κρούσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το αλήστου μνήμης κίνημα τού Ψόφα!… Υστερα όμως από το δημοψήφισμα του 2015 και τη διεθνώς περιβόητη “kolotoumba” του νυν Πρωθυπουργού, οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν. Τα πάθη καταλάγιασαν. Σπανίως ξεσπάνε πλέον πολιτικοί καβγάδες. Ακόμα και άνθρωποι σαν εμένα, που πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πρέπει να συντριβούν για λόγους ιστορικής αν μη τι άλλο δικαιοσύνης, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών δεν θα βάλουμε – σε διαβεβαιώνω – ούτε τη γάτα μας να κλαίει. Οι ψηφοφόροι είναι, στο κάτω κάτω, άξιοι των επιλογών τους. Εχει εμπεδωθεί αυτό».
«Μιλώντας για την τρέχουσα πολιτική, έχεις δίκιο» παραδέχθηκε ο φίλος μου. «Κι εγώ εκτιμώ ότι οι προσπάθειες των κυβερνώντων να ηλεκτρίσουν, να πολώσουν την ατμόσφαιρα στον δρόμο προς τις κάλπες θα πέσουν στο κενό. Ο κόσμος έχει άλλες σκοτούρες – δεν αδειάζει να πλακώνεται για το χατίρι κανενός Τσίπρα. Ο κοινωνικός ιστός όμως έχει -ανεπανόρθωτα ίσως – ραγίσει».
«Πώς το εννοείς;»
«Το μέγα πλεονέκτημα της σύγχρονης Ελλάδας, από την ίδρυσή της, ήταν η κινητικότητα. Γεωγραφική, με εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Επαγγελματική – μυριάδες αγροτόπαιδα και εργατόπαιδα σπούδαζαν και διέπρεπαν. Ερωτική ακόμα ακόμα. Πόσων ο εύπορος παππούς δεν έκλεψε την άκληρη πλην πεντάμορφη γιαγιά; Ο γάμος από έρωτα, κόντρα στον καθωσπρεπισμό, δοξαζόταν στον τόπο μας. Τα συνοικέσια, που κατέφασκαν στα χρηστά ήθη και ένωναν περιουσίες, θεωρούνταν θλιβερά.
Η ελληνική κοινωνία εν ολίγοις χαρακτηριζόταν από μια ζωοποιό ρευστότητα. Η τράπουλα ανακατευόταν συνεχώς – κανείς δεν ήξερε πού θα βρίσκεται, πόσα λεφτά θα ‘χει στην τσέπη του, σε είκοσι ή και σε πέντε ακόμα χρόνια…».
«Σάμπως το 2009» τον διέκοψα «εμείς, της μεσαίας τάξης, φανταζόμασταν ότι – προτού περάσει μια δεκαετία – θα γονατίζαμε για να πληρώνουμε τους φόρους; Πως θα επιδιορθώναμε τα προπέρσινα ρούχα μας;».
«Εκεί ακριβώς έγκειται η συμφορά! Η μεσαία τάξη, που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, που εκτεινόταν από τις παρυφές της Κηφισιάς μέχρι το Πέραμα σχεδόν, η μεσαία τάξη τείνει να διαλυθεί.
Τράβα μια βόλτα σήμερα στα ακριβά βόρεια προάστια. Συντροφιές που έχουν ασφαλίσει τα λεφτά τους στο εξωτερικό καμαρώνουν τα αστραφτερά τους αυτοκίνητα, σχεδιάζουν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές και ελεεινολογούν τον “λαουτζίκο” – την ξανάκουσα προχθές τη φρικτή αυτή λέξη -, ο οποίος ξερογλείφεται για τα επιδόματα που θα μοιράσει η κυβέρνηση.
Πήγαινε έπειτα στις γειτονιές των φτωχών και των νεόπτωχων. Εκεί οι παρέες καπνίζουν στριφτά, πίνουν ρακόμελα κι ενθουσιάζονται με τον Παύλο Πολάκη όταν τα λέει “χύμα” και προτείνει να χώσουν τους δυνατούς στη φυλακή…
Δυο κόσμοι αντίθετοι, που αλληλοϋποβλέπονται, που εχθρεύεται ο ένας τον άλλον, που έχουν κόψει τις γέφυρες ανάμεσά τους.
Οι μεν (μεταξύ των οποίων και ουκ ολίγα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ) θα στείλουν τα βλαστάρια τους στα ξένα πανεπιστήμια για να τα καμαρώσουν – άμα κάποτε επιστρέψουν – κουμανταδόρους, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλογιατρούς, μεγαλομάνατζερ. Οι δε θα αρκεστούν – θέλοντας και μη – στην εδώ δημόσια Εκπαίδευση και θα εκλιπαρούν την εκάστοτε κυβέρνηση να διορίσει τα παιδιά τους σε καμιά θεσούλα. Οι μεν θα απολαμβάνουν από τη βεράντα τους τη θέα της Ακρόπολης ή του Σαρωνικού. Οι δε θα στριμώχνονται σε κακοχτισμένες πολυκατοικίες του ’70 και του ’80 που θα παλιώνουν και θα ξεχαρβαλώνονται. Οι μεν θα συζητούν για μοριακή γαστρονομία, οι δε θα μπουκώνονται με τζανκ φουντ…
Μια κοινωνία, εν ολίγοις, δύο ταχυτήτων, φρικτά ταξική, με ελάχιστη κινητικότητα. Μια χώρα που θα θυμίζει Νότια Αμερική, με “σινιορίτος” και “ντεσκαμισάδος”. Προς τα εκεί πάει το πράγμα…».
«Πολύ απαισιόδοξο σε βρίσκω».
«Δεν ισχυρίζομαι ότι το μέλλον έχει κριθεί. Επιμένω ωστόσο ότι κυρίαρχο μέλημα, ιστορική προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης – εάν πράγματι επιθυμεί να αφήσει θετικό αποτύπωμα – θα είναι να γεφυρώσει ξανά την ελληνική κοινωνία. Να ζωντανέψει, μέσα από τις στάχτες της, τη μεσαία τάξη».