Την άνοιξη που μας πέρασε βρέθηκα στην Πορτογαλία για μια έρευνα της διαΝΕΟσις. Αυτό που ήθελα να μάθω ήταν πώς αυτός ο χαμηλών τόνων λαός κατάφερε όχι μόνο να ξεπεράσει γρήγορα την κρίση και να μπει στον δρόμο της ανάπτυξης, αλλά και να αντιπαρατεθεί στα ίσα με τις Βρυξέλλες για το ζήτημα της λιτότητας. Η πρώτη αντίδραση από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν δυσπιστία, πόσω μάλλον που ο συνομιλητής τους ήταν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση μειοψηφίας, με στήριξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κομμουνιστών. Η δεύτερη ήταν αναμονή. Και η τρίτη, υπόκλιση.
Τρία στοιχεία διέκρινα στους Πορτογάλους με τους οποίους μίλησα. Ρεαλισμός: οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν ακριβώς πού πατάνε και πού μπορούν να φτάσουν. Ενωτικό πνεύμα: κανείς δεν επιρρίπτει την ευθύνη για τα προβλήματα της χώρας στους προηγούμενους, στους Ευρωπαίους ή στους ξένους. Πειθαρχία: θα εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις που μας ζητούν οι δανειστές μας, αφού χωρίς αυτούς θα χρεοκοπήσουμε, αλλά μόλις σταθούμε στα πόδια μας θα ακολουθήσουμε τον δικό μας δρόμο – πάντα σε συνεννόηση με την Ευρώπη.
Αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν και τη διαφορά ανάμεσα στην Πορτογαλία και την Ιταλία. Και οι δύο χώρες έχουν υψηλό χρέος και έναν ευάλωτο τραπεζικό τομέα. Και οι δύο απέρριψαν κάποια στιγμή τη λιτότητα, επειδή οδηγεί σε φτώχεια και μετανάστευση. Οι αγορές όμως ανταμείβουν την πρώτη και τιμωρούν τη δεύτερη. Γιατί; Επειδή, όπως λέει ο οικονομολόγος Χόλγκερ Σμίντινγκ στους Financial Times, «η Πορτογαλία αντέστρεψε μερικές μικρής κλίμακας μεταρρυθμίσεις, αλλά παρέμεινε αφοσιωμένη στους δημοσιονομικούς στόχους. Οι Ιταλοί, αντίθετα, σχεδιάζουν μεγάλες αλλαγές στις μεταρρυθμίσεις και θέλουν να αυξήσουν πολύ τις δαπάνες τους». Και επειδή η Πορτογαλία σήμερα πετάει, ενώ η Ιταλία σέρνεται.
Ο Αλέξης Τσίπρας ποτέ δεν έπεισε τις Βρυξέλλες. Δεν τις έπεισε ούτε στη βαρουφακική του φάση, αφού όλα τα εναλλακτικά σχέδια που έπεφταν στο τραπέζι ήταν αστεία, ούτε στην επόμενη φάση της πλήρους υπακοής, αφού ήταν σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση αρνιόταν την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων και τις έβλεπε μόνο ως μια αναγκαία παρένθεση στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό (σύμφωνα με την ιστορική φράση του Αριστείδη Μπαλτά). Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις των δύο πλευρών δεν έπεσαν ποτέ τόσο χαμηλά όσο εκείνες της Ρώμης με τις Βρυξέλλες. Πρώτον, επειδή ο λαϊκισμός της Αριστεράς δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον λαϊκισμό της Δεξιάς. Δεύτερον, επειδή η Ευρώπη πάντα χρειαζόταν κατά κάποιον τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή, για να μην παρασύρει στην πτώση του όλο το οικοδόμημα. Υστερα, για να συστρατευθεί στη μάχη κατά των αντιευρωπαϊστών.
Από την άποψη αυτή, ο έλληνας Πρωθυπουργός υπήρξε τυχερός. Ώς και την περικοπή των συντάξεων θα γλιτώσει. Αλλά η μόνη υπόκλιση που θα του κάνει η Ευρώπη είναι για τον κυνισμό του.