Τα μεγάλα παραδοσιακά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που σημάδεψαν την κοινωνική εξέλιξη χρειάζεται, αν θέλουν να επιβιώνουν, να συγχρονίζονται με τις συνθήκες και τις απαιτήσεις της κάθε εποχής. Οταν δεν καταφέρνουν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα τότε φυσιολογικά οδηγούνται στην απαξίωση και τον μαρασμό.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο διανύει εδώ και αρκετό η σοσιαλδημοκρατία. Ο ιδεολογικός χώρος που κράτησε ζωντανή την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη φαίνεται, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, να παρακολουθεί ολοένα και πιο αμήχανος τις εξελίξεις. Αδυνατεί να δώσει σύγχρονες απαντήσεις στα νέα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, της οικονομίας, της μετακίνησης πληθυσμών, της κλιματικής αλλαγής, ενώ αντιμετωπίζει συχνά με σκεπτισμό τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο.
Οπως είναι φυσικό, όπου δημιουργείται πολιτικό κενό έρχονται νέες δυνάμεις να το καλύψουν. Δυνάμεις ζωντανές από τον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό και τον κεντρώο φιλελεύθερο χώρο, καθώς και τον χώρο της σύγχρονης οικολογίας, αναλαμβάνουν την αντιπαράθεση με τις εθνικιστικές και ξενοφοβικές δυνάμεις που ξεπηδούν κυρίως από τα παραδοσιακά κόμματα του συντηρητικού χώρου. Χαράσσονται νέες διαχωριστικές γραμμές και δημιουργούνται νέα συγκρουσιακά δίπολα με αμφίρροπα και πάντως ανησυχητικά για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελέσματα.
Μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης, πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επιστρέφουν πολλές φορές σε ασφαλείς πολιτικές του παρελθόντος, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτήσουν τη χαμένη τους δημοφιλία. Αποδίδουν τη συρρίκνωσή τους στις κυβερνητικές τους συμμαχίες με τα συντηρητικά κόμματα, όπου έχουν γίνει και, αρνούμενες να ψάξουν τα πραγματικά πολιτικά τους ελλείμματα και τις ευθύνες τους για την κρίση, αναβιώνουν ιδεοληψίες και αριστερά μέτωπα άλλων εποχών.
Η δημιουργία και η πορεία του ΠΑΣΟΚ, ως η ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη χουντική επταετία. Η εκλογική του κατάρρευση οφείλεται τόσο στο μερίδιο της συνευθύνης του για τη κρίση, όσο και στον τρόπο διαχείρισής της. Την ίδια στιγμή, όλα τα νέα πολιτικά εγχειρήματα του προοδευτικού χώρου – ΔΗΜΑΡ, Το Ποτάμι, κινήσεις και πρωτοβουλίες – απαξιώθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η καθοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ και η αποτυχία των άλλων εγχειρημάτων άνοιξαν περισσότερο τη «σοσιαλδημοκρατική» όρεξη του ΣΥΡΙΖΑ που είχε ήδη από τον Γενάρη του ’15 απορροφήσει το μεγαλύτερο κομμάτι των πράσινων ψηφοφόρων. Η επιμονή του να προσχωρήσει στο σοσιαλδημοκρατικό ευρωπαϊκό στρατόπεδο δεν αποσκοπεί παρά στην κατασκευή ενός άλλοθι για νέους «προοδευτικούς» ψηφοφόρους.
Η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτει την ουσιαστική αποδοχή των αρχών της με τις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του είναι απολύτως αντίθετη. Μια τέτοια, ιδεολογικού χαρακτήρα, προσχώρηση δεν γίνεται με μια απόφαση της ηγεσίας του, όπως έγινε η εν μία νυκτί προσχώρηση στο μνημονιακό ή στο φιλευρωπαϊκό στρατόπεδο. Εκτός και αν προσδοκά να πετύχει, σε συνεργασία και με άλλα κόμματα του χώρου, όχι τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του αλλά τη συριζοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας.
Στις συνθήκες αυτές το Κίνημα Αλλαγής έχει μπροστά του ένα μεγάλο στοίχημα να κερδίσει. Καλείται να απορρίψει αποφασιστικά τις εισηγήσεις για την, έστω και συγκαλυμμένη, συριζοποίησή του και ταυτόχρονα να κρατήσει σταθερά το πολιτικό του τιμόνι στραμμένο προς την ισχυροποίησή του ώστε να συμβάλει στη συγκρότηση μιας ευρείας, φιλευρωπαϊκής, μεταρρυθμιστικής πλειοψηφίας. Μιας πλειοψηφίας ικανής να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να οδηγήσει με σταθερότητα τη χώρα στην πραγματική έξοδο από την κρίση και στην ανάπτυξη.