Η φωτιά στις τραπεζικές μετοχές έσβησε στο παρά πέντε και αποσοβήθηκαν τα χειρότερα για το χρηματιστήριο και την οικονομία, πριν το φαινόμενο προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι τράπεζες ήταν πρώτο μεγάλο θύμα του νέου ασταθούς, αβέβαιου και χωρίς ορατότητα περιβάλλοντος που επικρατεί στην ελληνική οικονομία μετά την περίφημη «έξοδο» από το τρίτο Μνημόνιο. Χωρίς τη φθηνή χρηματοδότηση από την ΕΚΤ (απόρροια της «καθαρής εξόδου») δανείζονται ακριβά για να καλύψουν τις ανάγκες τους, πληρώνοντας το ρίσκο της χώρας που εξακολουθεί να είναι μεγάλο για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια. Το δεύτερο μεγάλο θύμα είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις. Η μεταφορά της έδρας του ομίλου Τιτάν στο Βέλγιο δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί παλαιότερα η Βιοχάλκο, η Coca-Cola και η ΦΑΓΕ, ενώ στην αγορά αναρωτιούνται, τώρα, ποιος θα πάρει σειρά. Οπως οι τράπεζες, έτσι και οι μεγάλοι ελληνικοί όμιλοι δανείζονται από το εξωτερικό με κόστος Ελλάδας. Πληρώνουν (και αυτοί) ακριβά την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς τη χώρα, τις αστοχίες στην οικονομική πολιτική και την αβεβαιότητα στο πολιτικό σκηνικό που έχει χτυπήσει κόκκινο τις τελευταίες ημέρες. Γι’ αυτό και μεταναστεύουν. Αλλάζουν έδρα προκειμένου να ενταχθούν στα μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και να εξασφαλίσουν φθηνή χρηματοδότηση, η οποία είναι απαγορευτική στην Ελλάδα, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητά τους και την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων τους στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν.

Δύο μήνες μετά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο, και οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν τις χειρότερες προβλέψεις για τη χώρα. Η επικίνδυνη βουτιά των τραπεζικών μετοχών που συντάραξε το χρηματιστήριο προκλήθηκε από την ανεπιτυχή προσπάθεια τράπεζας να δανειστεί από τις αγορές. Της προσέφεραν διψήφιο επιτόκιο. Η τράπεζα πλήρωσε το ρίσκο της χώρας. Σε ένα ρευστό περιβάλλον όπου η ανάπτυξη μετά βίας αγγίζει το 2%, οι τράπεζες αδυνατούν να επιτύχουν την αύξηση των εσόδων που απαιτείται για τη μείωση των κόκκινων δανείων με βάση τους δύσκολους στόχους που έχουν τεθεί. Την ίδια στιγμή η παροχολογία, στην οποία επιδίδεται η κυβέρνηση – με ιδιαίτερη ένταση από τον Αύγουστο -, και οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, όπως η τωρινή κυβερνητική κρίση, θολώνουν περαιτέρω το τοπίο και στέλνουν αρνητικά μηνύματα στις αγορές. Γι’ αυτό και τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου κινούνται σταθερά πλέον στα απαγορευτικά επίπεδα του 4,5%, υψηλότερα από αυτά που επικρατούσαν πριν από την «έξοδο» από το τρίτο Μνημόνιο. Αλλά με βάση τα επιτόκια αυτά καθορίζεται και το κόστος δανεισμού των μεγάλων ελληνικών ομίλων από τις ξένες αγορές που σημαίνει ότι δανείζονται με καπέλο το ρίσκο του ελληνικού Δημοσίου. Γι’ αυτό και μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό.

Κάπως έτσι οι τράπεζες, οι μεγάλοι όμιλοι και πολύ περισσότερο οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις που δεν βρίσκουν καν κεφάλαια για να δανειστούν πληρώνουν το καθαρό κόστος μιας υποτιθέμενης καθαρής εξόδου.