Ιανουάριος 1953. Οι ΗΠΑ ζουν το αποκορύφωμα του baby boom. Οι baby boomers είναι η επόμενη γενιά ύστερα από αυτήν του οικονομικού κραχ, η πρώτη μεταπολεμική γενιά που δεν σχεδίασε, απλώς, το μέλλον της. Το οραματίστηκε. Τότε γεννήθηκε στο Σιάτλ ο Πολ Αλεν. Ο πατέρας του ήταν βιβλιοθηκάριος, η μητέρα του δασκάλα και ο καλύτερος φίλος του στα χρόνια της εφηβείας ο κατά δύο χρόνια μικρότερός του Μπιλ Γκέιτς. Πρωτοσυναντήθηκαν όταν ο Πολ ήταν 15 και ο Μπιλ 13 στην αίθουσα υπολογιστών του ιδιωτικού σχολείου Lakeside School.

Στα μουλωχτά είχαν μπει εκεί οι δύο πιτσιρικάδες λόγω του πάθους τους γι’ αυτό που τότε έλεγαν «ηλεκτρονικός υπολογιστής» και που επρόκειτο για κάτι λίγο μεγαλύτερο από ένα επαγγελματικό ψυγείο. Αυτή ήταν άλλωστε και η μαγιά που έδεσε τη φιλία τους. Ετσι, ακροβατώντας ανάμεσα σε μια αχαρτογράφητη ακόμη επιστήμη και στην εφηβική φαντασία τους προσπαθούσαν να φτιάξουν αυτό που στις επόμενες δεκαετίες θα άλλαζε τις ζωές όλων μας. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα, επίσης στα κρυφά, τον τηλέτυπο του σχολείου (αυτό που τότε έλεγαν τέλεξ) για να εξοικειωθούν με την έννοια του προγραμματισμού. «Εκείνη την εποχή παίζαμε ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζαμε» θα γράψει αργότερα ο Γκέιτς στο βιβλίο του «The Road Ahead».

1970. Ο Νιλ Αρμστρονγκ έχει ήδη πατήσει στο φεγγάρι και ο Πολ Αλεν έχει τελειώσει το σχολείο και έχει μπει με πολύ υψηλούς βαθμούς στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Και ενώ όλος ο κόσμος φαντάζεται ένα διαπλανητικό μέλλον για την ανθρωπότητα, εκείνος ξέρει ότι το μυστικό είναι εδώ. Συνεχίζουν τις σκανταλιές με τον Γκέιτς, τρυπώνουν και πάλι κρυφά στο εργαστήριο του Τμήματος Πληροφορικής του πανεπιστημίου και μάλιστα αποβάλλονται διότι έκαναν κατάχρηση αυτού του προνομίου. Στα δύο χρόνια εγκαταλείπει τις σπουδές του. Οπως έχει πει αργότερα ο ίδιος, τα μαθήματα, τότε, του φαίνονταν βαρετά και αδιάφορα. Πιάνει δουλειά ως προγραμματιστής στην εταιρεία Honeywell στη Βοστώνη που τα γραφεία της ήταν πολύ κοντά στο Χάρβαρντ όπου ήδη φοιτούσε ο Γκέιτς.

1975. Ετος μηδέν για τον Αλεν, για τον Γκέιτς, για όλους μας. Ο πρώτος πραγματικός μικροεπεξεργαστής, ο Intel 8080, είχε κατασκευαστεί. Οι δύο άνδρες διαισθάνονται ότι μια μεγάλη επανάσταση έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται. Προτείνουν στην κατασκευάστρια εταιρεία του Intel, ένα λογισμικό το οποίο, την ημέρα της πρότασης, δεν είχαν ούτε καν ως σχέδιο στο μυαλό τους. Σε λιγότερο από δύο μήνες το έκαναν πραγματικότητα. Εν τω μεταξύ ο Πολ είχε πείσει τον Μπιλ να εγκαταλείψει τον Χάρβαρντ και να φτιάξουν την Microsoft. Μετακομίζουν στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό, όπου θα στήσουν τα κεντρικά της εταιρείας. Δύο χρόνια αργότερα ο Αλεν λέει σε μια συνέντευξή του: «Οραματίζομαι έναν προσωπικό υπολογιστή που οι άνθρωποι θα έχουν συνέχεια μαζί τους. Εκεί θα κρατούν σημειώσεις, θα κάνουν πράξεις, θα χειρίζονται την καθημερινότητά τους». Την ίδια χρονιά μιλούσε για έναν «ενσύρματο κόσμο» που επέτρεπε σε κάποιον ακόμη και «να τσεκάρει την τιμή των σπαραγγιών στην πλησιέστερη αγορά». Να υπενθυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ούτε λάπτοπ ούτε Ιντερνετ.

1983. Οπως οι μεγάλοι έρωτες, έτσι και οι μεγάλες φιλίες έχουν, κάποιες φορές, άδοξο τέλος. Ο Αλεν ακούει κατά τύχη μια συζήτηση ανάμεσα στον Μπιλ Γκέιτς και τον καινούργιο τους συνεργάτη Στιβ Μπάλμερ. Σχεδίαζαν στα κρυφά να μειώσουν το δικό του ποσοστό ιδιοκτησίας στη Microsoft. Τσακώνονται άγρια με τον παιδικό του φίλο, εγκαταλείπει την εταιρεία – μένει ωστόσο στο Διοικητικό Συμβούλιο μέχρι το 2000 – και, βεβαίως, κρατά όλες του τις μετοχές. Αυτές που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έφτασαν την περιουσία του, σύμφωνα με το «Forbes», στα 30 δισ. δολάρια. Από κει και πέρα αρχίζει να ζει τη ζωή ενός suis generis δισεκατομμυριούχου χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, που αγαπά τον αθλητισμό και τη ροκ μουσική. Αγοράζει την ομάδα μπάσκετ των Blazers και την ποδοσφαιρική ομάδα των Seahawks του Σιάτλ. Φτιάχνει μουσείο προς τιμήν του Τζίμι Χέντριξ, αποκτά την καλύτερη συλλογή από κιθάρες, παίζει ο ίδιος κιθάρα σε ένα συγκρότημα και οι κολλητοί του είναι οι μεγάλοι σταρ της ροκ από τον Μικ Τζάγκερ μέχρι τον Μπόνο.

Καλοκαίρι 2011. Στα ανοιχτά του Φισκάρδου, στην Κεφαλονιά, εμφανίζεται μια θαλαμηγός που βγάζει μάτι. Είναι το περίφημο «Octopus», με 123 μέτρα μήκος, ελικοδρόμιο, δύο υποβρύχια εκ των οποίων το ένα ρομποτικό και ό,τι άλλο τέλος πάντων συνεπάγεται ένα από τα μεγαλύτερα και ακριβότερα σκάφη στον κόσμο. Ενώ οι παραθεριστές τραβούν φωτογραφίες, η ταβέρνα της Τασίας δέχεται ένα τηλεφώνημα. «Ενα τραπέζι για τον κύριο Αλεν και την παρέα του». Σε λίγη ώρα καταφθάνουν τα τέντερ από το «Octopus» και τότε καταλαβαίνουν ποιος είναι ο κύριος Αλεν. «Ενας πολύ απλός άνθρωπος» θυμάται η κόρη της Τασίας, η Αθανασία. «Με μια βερμούδα και κασκέτο, χωρίς παρατρεχάμενους, που ενθουσιάστηκε με το χταπόδι με λιαστή ντομάτα και φάβα. Ετσι απλά ήρθε και το επόμενο βράδυ. Κάποιο άλλο τους στείλαμε εμείς φαγητά στο σκάφος με αρκετές μερίδες χταπόδι».

Εκείνο το καλοκαίρι όμως – όπως και κάποια προηγούμενα και κάποια επόμενα – ο Αλεν πέρασε αρκετό καιρό στην Ελλάδα. Ηταν τότε που καταδύθηκε, κατόπιν αδείας, στο ναυάγιο του «Βρετανικού» στα ανοιχτά της Κέας. Πρόκειται για το υπερωκεάνιο καθ’ ομοίωση του «Τιτανικού» που βυθίστηκε το 1916.

Και στη Μύκονο όμως τον θυμούνται ως έναν πολύ απλό άνθρωπο. Συνηθισμένοι στις κουστωδίες που συνοδεύουν «ημιεκατομμυριούχους», εντυπωσιάστηκαν από το γεγονός ότι αυτός ο τύπος κυκλοφορούσε διακριτικά, χωρίς φρουρά, και προτιμούσε τα πιο διακριτικά εστιατόρια όπως το «Sea Satin» (λάτρης της ψαροφαγίας γαρ). Ενα είδος εκατομμυριούχου παλαιάς κοπής αν και αυτοδημιούργητος, ροκάς παρά τα γυαλάκια και την καραφλίτσα, που μετασχηματίζει την παρεξηγημένη αμερικάνικη αφέλεια σε ένα είδος «ηθικής του πλούτου».

16 Οκτωβρίου 2018. Ο Πολ Αλεν πεθαίνει από επιπλοκές του λεμφώματος μη-Hodgkin.

Προχθές. Ο φίλος και συνάδελφος που απεχθάνεται την τεχνολογία ψάχνει να βρει μια νεαρή κοινή μας φίλη για να της υπαγορεύσει το κείμενό του, να το γράψει εκείνη στο κομπιούτερ και να το στείλει με μέιλ στον αρχισυντάκτη μας. Πολ Αλεν, σε ευχαριστούμε για το ότι άλλαξες τη ζωή μας. Ακόμη και εκ μέρους όσων δεν το εκτιμούν.