Ηταν κάποτε. Ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος που έφερναν κάτι που έμοιαζε με «όραμα». Συνέπαιρναν εκατομμύρια πολίτες σε μια εποχή που όλα έδειχναν πως το μέλλον θα είναι καλύτερο, πως οι επόμενες γενιές των Ευρωπαίων θα είναι πιο μορφωμένες, πιο εύπορες, πιο προοδευτικές, πιο κοσμοπολίτικες. Ηταν γνωστοί με τα μικρά τους ονόματα: ο Βίλι Μπραντ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Φελίπε Γκονζάλες. Εγιναν σύμβολα μιας νέας εποχής, μιας νέας γενιάς, μιας καλύτερης, πιο δίκαιης και πολύ πιο δημοκρατικής κοινωνίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές του 2000.
Από εκεί και μετά η Κεντροαριστερά, η οποία στο καλύτερο σημείο της βρισκόταν στις κυβερνήσεις των 2/3 των χωρών της ΕΕ λίγο πριν από τη νέα χιλιετία, ακολούθησε πτωτική πορεία, φθάνοντας να συμμετέχει στις 7 από τις 28 κυβερνήσεις. Σήμερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σε 11 από τις 28 κυβερνήσεις – τουλάχιστον τα μισά σε κυβερνήσεις συνασπισμού, ως ήσσονες εταίροι. Το ποσοστό τους, ασχέτως εάν είναι στην εξουσία ή όχι, κυμαίνεται περίπου στο 20% με 25%, αν όχι χαμηλότερα.
Ποια είναι εκείνα τα ζητήματα που οδήγησαν αυτούς τους κάποτε πανίσχυρους κομματισμούς οργανισμούς σε τέτοιον μαρασμό; Κάποιοι λένε ότι ευθύνεται το γεγονός πως πλέον στις γραμμές τους δεν βρίσκονται οραματιστές αλλά κυρίως τεχνοκράτες. Αλλοι ότι οι κοινωνίες άλλαξαν και έγιναν πιο κεντρώες στις πεποιθήσεις τους καθώς η εργατική τάξη μειώνεται και διογκώνεται η μεσαία. Δεν λείπουν κι εκείνοι που αναρωτιούνται εάν τελικά η «περισσότερη κυβέρνηση» λειτούργησε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τελικά, στην εποχή μας τι είναι εκείνο που κάνει τη σοσιαλδημοκρατία λιγότερο ελκυστική και τα ακραία κόμματα από τη μία και την άλλη πλευρά πιο δημοφιλή;
Η μεσαία τάξη την οποία δημιούργησε, κατά κύριο λόγο, η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη δεν αναζητά πλέον ιδεολογίες, αλλά ηθική διακυβέρνηση βασισμένη στη δημοκρατία και την ισότητα. Κάποιος συγκρίνει τη σοσιαλδημοκρατία με σουπερτάνκερ, υπό την έννοια ότι χρειάζεται πολύς χρόνος για να αλλάξει κατεύθυνση.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα. Ηξεραν ότι οι εκλογές είχαν χαθεί, πέρυσι. Οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έβλεπαν κάθε μέρα το ποσοστό του κόμματός τους να πέφτει στις δημοσκοπήσεις. Ομως μόνο την ημέρα των εκλογών, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2017, έγινε ξεκάθαρο το εύρος της κρίσης. Το SPD, η ηγετική δύναμη της γερμανικής Κεντροαριστεράς επί έναν αιώνα, είχε απολέσει περισσότερες από 1,7 εκατομμύριο ψήφους. Το ποσοστό του κόμματος έπεσε στο 20,5%, το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από τη δημιουργία της ομοσπονδιακής δημοκρατίας το 1949, ένα «εξοντωτικό» αποτέλεσμα, όπως χαρακτηρίστηκε. Και πριν από λίγες ημέρες στη Βαυαρία φάνηκε πως τίποτα δεν μπορεί να συγκρατήσει την κατηφόρα.
Η Γερμανία αποτελεί τη γενέτειρα της σοσιαλδημοκρατίας και το πολιτικό πεδίο όπου πέτυχε μερικούς από τους μεγαλύτερους θριάμβους της. Γενιές ακτιβιστών και ηγετών σε όλη την Ευρώπη αναζητούσαν έμπνευση από το SPD και τους ιστορικούς του ηγέτες, καθώς το μείγμα σοσιαλιστικού ιδεαλισμού και μεταρρυθμιστικού πραγματισμού είχε αλλάξει το πρόσωπο της χώρας – οι Σοσιαλδημοκράτες έδιναν μάχες για τα εκλογικά και εργατικά δικαιώματα, επέκτειναν το κοινωνικό κράτος και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκτόνωση εντάσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Η περσινή ήττα, λοιπόν, αποτέλεσε σοκ λόγω του μεγέθους των χαμένων ψήφων αλλά ήταν απλώς η συνέχιση της διάβρωσης της απήχησης του κόμματος που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες. Με μόνο μια εξαίρεση, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχασε ψήφους σε κάθε εθνική εκλογική μάχη τα τελευταία 20 χρόνια. Από το 1998 έχει χάσει τους μισούς ψηφοφόρους του, χωρίς σημάδι ανάκαμψης.
Η Γερμανία για άλλη μια φορά είναι η πυξίδα. Την τελευταία δεκαετία, ανάλογη κατάρρευση σημειώνουν οι Σοσιαλδημοκράτες και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία, Ελλάδα, Ολλανδία, Σουηδία, Ιταλία. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας αντικατοπτρίζει προφανώς τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και ιδίως την αλλοίωση της εργατικής τάξης που κάποτε αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της υποστήριξης προς τα κόμματα αυτά.
Τόσο στη Γερμανία όσο και στις υπόλοιπες χώρες, οι βασικοί ψηφοφόροι των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχουν δει την τελευταία δεκαετία τις ζωές τους να αλλάζουν από καταιγιστικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές – από την παγκοσμιοποίηση και τον αυτοματισμό έως τη μαζική μετανάστευση, παρατηρούν οι «Financial Times». Και όλα, μα όλα τα κόμματα της Κεντροαριστεράς αγωνίζονται να διαμορφώσουν μια απάντηση. Συχνά διαφορετική μεταξύ τους.
Το ερώτημα είναι το ίδιο σε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: Επιθυμούν να ξανακερδίσουν τους παλιούς ψηφοφόρους τους ή ελπίζουν να προσελκύσουν νέους; Αυτή την απάντηση αναζητούν και οι γάλλοι Σοσιαλιστές. Ενα κόμμα που κυβερνούσε τα τελευταία πέντε χρόνια έχει γίνει πλέον κομπάρσος στην εθνική πολιτική σκηνή και παλεύει για να μην εξαφανισθεί εντελώς. Πολλά από τα στελέχη του αποχωρούν δημιουργώντας άλλα κόμματα – όπως ο πρώην υποψήφιος για την προεδρία Μπενουά Αμόν, που είχε φέρει το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του κόμματος, μόλις 6,3%, έφτιαξε το δικό του κίνημα – Génération.s. Αλλα στελέχη και μάλιστα ιστορικά, όπως η γερουσιαστής Μαρί-Νοέλ Λινμάν, φεύγουν για να συνεργασθούν με το κόμμα της Αριστεράς του Ζαν-Λικ Μελανσόν. Διαρροές υπάρχουν και προς τα δεξιά, με στελέχη που συνεργάστηκαν με τον πρόεδρο Μακρόν, αλλά τώρα σιγά σιγά αποχωρούν.
Στην Ιταλία, με μια από τις πιο «επικίνδυνες» κυβερνήσεις αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, το Δημοκρατικό Κόμμα, ο πιο ισχυρός πόλος της Κεντροαριστεράς παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις. Ενα κόμμα το οποίο στις τελευταίες ευρωεκλογές είχε συγκεντρώσει 45% των ψήφων, χαρίζοντας πολλές έδρες στη σοσιαλιστική ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, στις φετινές εκλογές στην Ιταλία έπεσε στο 17%, με τον ηγέτη του και πρώην πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι να αποτελεί σκιά του παλιού του εαυτού.
Στην Αυστρία, την Τσεχία, τη Σουηδία, την Πολωνία και άλλες χώρες της Ευρώπης, κόμματα με κοινές ρίζες στα σοσιαλδημοκρατικά ιδεώδη βλέπουν τα ποσοστά τους να πέφτουν σε ιστορικά χαμηλά. Στις προηγούμενες δεκαετίες τα κόμματα αυτά διέπρεπαν καθώς οι ψηφοφόροι ανησυχούσαν κυρίως για την οικονομία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Ομως σήμερα οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει και τα θέματα που κυριαρχούν είναι η μετανάστευση, η ασφάλεια, το Προσφυγικό και, όλο και περισσότερο, ο ρόλος του Ισλάμ στην Ευρώπη. Θέματα που καταργούν τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς στο εκλογικό σώμα. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως τα σημερινά άνευρα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποδυναμώνουν το φιλευρωπαϊκό μέτωπο σε μια περίοδο κατά την οποία ο ευρωσκεπτικιστικός λαϊκισμός κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες. Θα μπορέσει η σοσιαλδημοκρατία να βρει γρήγορα λύσεις στα υπαρξιακά της προβλήματα ή θα καταχωρισθεί απλώς ως ένα ανάχωμα που δεν άντεξε;