Καβγάδες, ασυναρτησίες, αποχωρήσεις. Αμφιλεγόμενοι ανασχηματισμοί. Σκανδαλολογία. Μια πολιτική καθημερινότητα δίχως διά ταύτα. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που επιδιώκει κάθε κυβέρνηση που βρίσκεται στο τέλος της θητείας της. Γιατί όσο απασχολεί τους αντιπάλους της με μια επικαιρότητα που δεν έχει ουσία, σχεδιάζει με την ησυχία της το αύριο της προεκλογικής περιόδου, έτσι ώστε να τη φέρει όσο περισσότερο στα μέτρα της γίνεται.
Οποιος εντρυφά σε πάσης φύσεως κομματικά έντυπα μπορεί εύκολα να βρει πού θα επενδύσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις εκλογές – και ο σχεδιασμός του συμπυκνώνεται στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων της ΔΕΘ και τη μη περικοπή των συντάξεων. Με άλλα λόγια, στη γνωστή συνταγή της παροχολογίας. Εχει, όμως, ένα ακόμα κρυφό χαρτί: τη συνταγματική αναθεώρηση, που γι’ αυτήν την κυβέρνηση έχει ειδικό χαρακτήρα.
Ενα «θεσμικό, αριστερό αποτύπωμα». Λέγεται πως ο νέος Πρωθυπουργός, έναν χρόνο μετά το περιπετειώδες 2015, σκεφτόταν έντονα την πολιτική του κληρονομιά. Δεν ήθελε η κυβέρνησή του να μείνει στην ελληνική πολιτική Ιστορία για Μνημόνια από τα οποία δεν μας έβγαλε. Τι πιο μόνιμο, λοιπόν, και κυρίως τι πιο θεσμικό από μια συνταγματική αναθεώρηση; Η εκδήλωση έξω από τη Βουλή εκείνον τον Ιούλιο έδειχνε την αγωνία της κυβέρνησης να αλλάξει το αφήγημα και την ποιότητά της. Να αναδείξει την άλλη πλευρά των Πολάκηδων και των Καμμένων. Να αποδείξει ότι έχει όραμα και σχέδιο – ακόμα και τις στιγμές που όλοι πίστευαν ότι βαδίζαμε στα τυφλά.
«Ο μεγάλος μου φόβος είναι να μη γίνει το Σύνταγμα το επόμενο κλωτσοσκούφι του πολιτικού συστήματος. Η πιο ακραία μορφή λαϊκισμού είναι ο συνταγματικός λαϊκισμός» είπε σε μια εκτός κειμένου αποστροφή του ο Βαγγέλης Βενιζέλος στην πρόσφατη εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών. Κι αυτό γιατί στις προτεραιότητες ενός Πρωθυπουργού που δεν είναι πια τόσο νέος βρίσκεται πλέον η επόμενη μέρα, που βρίσκει δημοσκοπικά το κόμμα του στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Μια συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι μόνο μέσο αριστερής εξιλέωσης. Μπορεί να εξελιχθεί σε καταλύτη αλλαγών στον πολιτικό χάρτη, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει την περιβόητη σοσιαλδημοκρατική στροφή, απαλλαγμένος από έναν κυβερνητικό εταίρο που, ειδικά τις τελευταίες μέρες, εμφανίζεται πιο δυνατός από ποτέ.
Η εκκίνηση των διαδικασιών για συνταγματική αναθεώρηση δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελιγμών. Ακόμα και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί εύκολα να απορρίψει μια τέτοιου είδους θεσμική πρόσκληση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τονίσει στη ΔΕΘ πως είναι διατεθειμένος να καθίσει στο τραπέζι της συζήτησης – αρκεί να έχει συμφωνηθεί από πριν πως τα άρθρα που θα κηρυχθούν αναθεωρητέα θα είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στα δύο κόμματα και θα περιέχουν απαραιτήτως το άρθρο 16. Αλλιώς είναι μια «διαδικασία που δεν αφορά τη ΝΔ». Πρόκειται, ίσως, για μια θέση εκ του ασφαλούς, καθώς η αναθεώρηση του δημόσιου χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελεί κόκκινη γραμμή για τον αριστερό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Πιο εύκολη είναι η απάντηση του ΚΚΕ, που το 2016 έκανε λόγο για «αντιδραστικές αλλαγές με “προοδευτικό μανδύα”».
Τι συμβαίνει, όμως, με τα κόμματα του μεσαίου χώρου; Τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής και του Ποταμιού εμφανίζονται έτοιμα να συμμετάσχουν στη συζήτηση, καθώς τόσο οι μεν όσο και οι δε προκρίνουν την εθνική συνεννόηση. Θέλουν, όμως, έναν διάλογο που δεν θα γίνει με τους όρους της κυβέρνησης. Οταν ακόμα Το Ποτάμι αποτελούσε τμήμα του νέου φορέα, τα δύο κόμματα είχαν καταθέσει την πρότασή τους. Σε κάποια σημεία συμφωνεί με την αντίστοιχη που κατέθεσε η κυβέρνηση – κυρίως στη λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του προέδρου της Δημοκρατίας και στην κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Εχει, όμως, βάση τη δημιουργία ενός σταθερού εκλογικού κύκλου, ο οποίος μπορεί να αποσυνδέει την εκλογή του προέδρου από την προσφυγή στην κάλπη, όμως δεν προκρίνει την – κατά ΣΥΡΙΖΑ – εκλογή του από τον λαό έπειτα από δύο αποτυχημένες ψηφοφορίες, αλλά την παράταση της θητείας του. Περιέχει αναθεώρηση του άρθρου 16, αλλαγή στον τρόπο χρηματοδότησης των κομμάτων και θωρακίζει θεσμικά την πλήρη διάκριση των εξουσιών, με αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της. Για Το Ποτάμι, στην πρόταση περιέχεται κάτι ακόμα: οι «διακριτοί ρόλοι» ανάμεσα σε Κράτος και Εκκλησία.
Η συζήτηση στην Κεντροαριστερά και η διαμόρφωση της πρότασης έγιναν σε ανύποπτο χρόνο – και άνοιξε συζήτηση και στο εσωτερικό, καθώς ο Βαγγέλης Βενιζέλος τόνισε πως η Βουλή η οποία αποφασίζει τα άρθρα που θα κριθούν αναθεωρητέα πρέπει να περάσει την πρόταση με μικρή πλειοψηφία 151 βουλευτών. Ετσι οι ευρύτερες συναινέσεις (και η πλειοψηφία των 180) είναι απαραίτητες στην επόμενη, που αποφασίζει την κατεύθυνση της αναθεώρησης. Παρ’ όλα αυτά, η επεξεργασία που έγινε την περασμένη άνοιξη ανοίγει διάδρομο αποσυμπίεσης για τον κεντροαριστερό χώρο. Γι’ αυτό και το Κίνημα Αλλαγής συζητά μόνο πάνω στην δική του πρόταση. Εχοντας ήδη κλείσει τη συζήτηση για συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής ή για υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, τα οποία περιέχονταν στην πρόταση του Αλέξη Τσίπρα.
Στους επικριτές των πιο άμεσων μεθόδων προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία συγκαταλέγεται προσφάτως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Προκόπης Παυλόπουλος από την Κύπρο έκανε μια παρέμβαση για τη φύση του πολιτεύματος, τονίζοντας πως ο πρόεδρος δεν μπορεί να εκλέγεται από τον λαό και διαφωνώντας με τα δημοψηφίσματα, τα οποία ενδεχομένως να τροφοδοτήσουν «ρεύματα υφέρποντος λαϊκισμού». Μια έμμεση απάντηση στα όσα ετοιμάζει η κυβέρνηση ή το τελικό χτύπημα σε ένα συνταγματικό σχέδιο που παρουσιάστηκε για να καεί; Παρόλο που τίποτα δεν δείχνει πως τα συγκεκριμένα σημεία έχουν αφαιρεθεί από την πρόταση, θα έχει το δικό του ενδιαφέρον αν ο Πρωθυπουργός αποφασίσει να τα διαμορφώσει αναλόγως, ώστε να προσεγγίσει περισσότερο την Κεντροαριστερά – φιλοδοξώντας να πετύχει μια συναίνεση που θα χρησιμοποιήσει αναλόγως όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, όπου ύστερα από μια σειρά συναντήσεων με την ηγεσία του ιερατείου ο διαχωρισμός εξελίχθηκε σε «διακριτή διαίρεση».
Μιλούσαν – μιλούν ακόμα – για μια αναθεώρηση που θα αφήσει «θεσμικό, αριστερό αποτύπωμα». Τους κατηγορούν πως χειρίζονται το Σύνταγμα με βάση το μικροκομματικό τους συμφέρον. Μπορεί και τα δύο να ισχύουν. Δεν είναι, δα, η πρώτη φορά που στην κυβέρνηση πιστεύουν πως με το πρώτο εξιλεώνονται για το δεύτερο.