άθε φορά, και δεν είναι λίγες οι ευκαιρίες – στο περασμένο σημείωμα αναφέρθηκα στη θεατρική δράση στη Ρόδο – που ερχόμαστε σε επαφή με θεατρικά γεγονότα που γίνονται στην ελληνική περιφέρεια, διαπιστώνουμε πως ακροβολιστές, τολμητίες και συνάμα, συχνά, πρωτοπόροι και ενημερωμένοι άνθρωποι του θεάτρου καταθέτουν γνώση, πείρα και έμπνευση στο διψασμένο για θέατρο και για πρωτοπορία θεάτρου κοινό της ελληνικής επαρχίας. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω πως συνεχώς η δασκαλίστικη εμμονή μου με φέρνει σε επαφή με αυτές τις πρωτοβουλίες, όταν σπεύδω να οργώσω την επαρχία για να κάνω διαλέξεις, μαθήματα ή να προλογίσω παραστάσεις ή να παραχωρήσω τις μεταφράσεις μου των αρχαίων κλασικών. Παλιότερα, όταν ήμουν πρόεδρος, άμισθος, της επιτροπής που επιχορηγούσε το θέατρο και ιδρύσαμε τα ΔΗΠΕΘΕ, είχε τεθεί όρος (και είχε ενοικιαστεί κεντρική αίθουσα των Αθηνών) να παρουσιάζονται υποχρεωτικά στην πρωτεύουσα οι παραστάσεις των περιφερειακών επιχορηγούμενων θεάτρων. Τώρα, όχι μόνο αυτό δεν συμβαίνει, αλλά και τα ΔΗΠΕΘΕ στην πλειονότητά τους σιωπούν ή φυτοζωούν. Ετσι, η χαρά είναι μεγάλη, όταν μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε στην Αθήνα θιάσους που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια και με μια γλίσχρα επιχορήγηση παράγουν σημαντικό θέατρο σε επαρχίες που, αν έλειπαν αυτές οι πηγές κουλτούρας, θα περιορίζονταν στα τουρκικά σίριαλ και στις επιδείξεις μοντέλων ή σε αγώνες διαβίωσης σε ξένους τόπους με τούρκους παραγωγούς!
Ετσι, πρόσφατα, είχαμε τη μεγάλη τύχη να παρακολουθήσουμε στο θέατρο Σφενδόνη το Θέατρο «Κυδωνία» των Χανίων που διευθύνει ένας έμπειρος και ταμένος θεατράνθρωπος, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης. Εκείνο που εντυπωσιάζει, εν πρώτοις, είναι η ενημέρωση αυτών των ακροβολιστών. Επέλεξαν, μετέφρασαν και έπαιξαν ένα σκωτσέζικο έργο που γράφτηκε το 2016!
Στην Μεγάλη Βρετανία σήμερα, σε εποχές κρίσης διεθνώς του θεάτρου, και ως συγγραφή και ως επάγγελμα, αφού πρέπει να επιβιώσει, αντιπαλεύοντας με την οικονομική κρίση, αλλά και με την καταλυτική πλημμυρίδα σινεμά, τηλεόρασης και, κυρίως, Διαδικτύου, το θέατρο ακόμη αντέχει κι όχι μόνον παράγει σπουδαία έργα αλλά και συντηρεί νέες πρωτοποριακές πρωτοβουλίες υποψιασμένων καλλιτεχνών.
ΤΟ ΕΡΓΟ. Η Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη», λοιπόν, στο Θέατρο «Κυδωνία» ανέβασε, και μετέφερε και στην Αθήνα, το έργο «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» του Μάθιου Λέντον, σε συνεργασία με τον θίασο που διευθύνει, που ονομάζεται «Νεκρό σημείο».
Εχει πολύ μεγάλη σημασία να επιμείνουμε στον τρόπο και στο ήθος γραφής αυτού του κειμένου. Διότι παρουσιάζεται στη σκηνή πιθανόν μια θεατρική μεταφορά μιας συζήτησης των μελών του θιάσου με ένα δοσμένο επίκαιρο θέμα. Πράγματι, στη σκηνή, σε ένα σαλόνι, ενός πιθανόν διαμερίσματος που ανήκει σε έναν άνθρωπο με καλλιτεχνικό γούστο, άρα και ηθοποιό ή συγγραφέα, συναντώνται φιλικά τρία άτομα, ένας άντρας και μία γυναίκα, για να περάσουν λίγες ώρες σχόλης, πίνοντας ένα ποτό. Τυπικά, συνηθισμένα, καθημερινά πράγματα στον δυτικό κόσμο. Θα μπορούσα να υποθέσω πως οι τρεις συνομιλητές είναι μέλη του θιάσου που έχει ένα σύγχρονο δραματολόγιο και κάποιος, πιθανόν ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, κάπου στον χώρο, διακριτικά έχει αφήσει ανοιχτό το μαγνητόφωνο.
Σπεύδω εδώ να πω εν παρενθέσει, γνωρίζουμε όλοι οι γνώστες των δικών μας θεατρικών δρωμένων, πως έτσι γράφτηκαν πριν από λίγα χρόνια τα θεατρικά αριστουργήματα των Κεχαΐδη – Χαβιαρά (συζήτηση στο μαγνητόφωνο και αργότερα «χτένισμα» και πύκνωση). Ετσι γράφτηκαν οι «Δάφνες και πικροδάφνες» και το «Με δύναμη από την Κηφισιά»! Κι εδώ πρωτοπόροι οι έλληνες θεατράνθρωποι.
Ο Λέντον και ο θίασός του, η ομάδα του, «Νεκρό σημείο» ως καλλιτέχνες και συνάμα ως πολίτες, συζητούν, κυρίως, το Προσφυγικό, όχι τόσο ως άμεσο ιστορικό και πολιτικό πρόβλημα, όσο ως κοινωνικό και, κυρίως, ηθικό. Σκεφτείτε και ελάτε νηφάλια, χωρίς αντίδραση, στη θέση τους. Σε ένα σαλόνι, καλλιτεχνικό και, πιθανόν, οικονομικά μεγαλοαστικό, τρεις ευρωπαίοι πολίτες προσπαθούν να καταλάβουν, να ερμηνεύσουν, να κατανοήσουν και, ειλικρινά, να συνδράμουν τους χιλιάδες πρόσφυγες σε βάρκες, θύματα συχνά απατεώνων διακινητών, διασχίζουν πρώτα βομβαρδισμένα τοπία, ερείπια πανάρχαιων πολιτισμών που τα γκρεμίζουν φανατικά αλλόθρησκοι, φτάνουν στις ακτές Ασίας και Αφρικής και, πελαγοδρομώντας, θαλασσοπνίγονται, ελπίζοντας να φτάσουν στον… πολιτισμένο κόσμο.
Οι μεγαλοαστοί, έστω, καλλιτέχνες, άρα και ως εκ τούτου ευαίσθητοι συζητητές, στο σαλόνι τους, ερίζουν για τα αίτια, προβληματίζονται για τις συνέπειες, σχεδιάζουν λύσεις, παραδέχονται ιδεολογικά, ψυχολογικά, οικονομικά αδιέξοδα, ταυτίζονται και αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα, εμπλέκουν τα προσωπικά τους βιώματα ή συμπλέγματα, καταφεύγουν σε συγκινητικές ρητορείες, σε ορθολογιστικές προτάσεις, σε πολιτισμικά επιχειρήματα, στη διαφορετική λειτουργία, ανάλογα με τον χρόνο, τον τόπο, το πολιτικό σύστημα, της αλληλεγγύης, θέτουν κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, απορρίπτουν φιλάνθρωπες τεχνικές, απορρίπτουν ατομικές αντιδράσεις, αναζητούν ομαδικές συσπειρώσεις, επιστρατεύουν ιστορικά προηγούμενα και αποσκορακίζουν ρατσιστικές ή θρησκόληπτες ερμηνείες.
Και λοιπόν, όλα αυτά μεταξύ τυρού και αχλαδίου, με την κάβα του σαλονιού φορτωμένη με εκλεκτά κρασιά, την άνεση των καναπέδων δεδομένη και εν γένει τη «δημιουργικότητα» της συζήτησης εξασφαλισμένη, και λόγω της παιδείας των συνομιλητών και για λόγους αρχής, όταν, έστω κι αν διαφωνούν (ουσία, εξάλλου, της δημοκρατίας) στις προσεγγίσεις και στην κατανόηση της ιστορίας του παρόντος που, έτσι κι αλλιώς, είναι θολή.
Οι συγγραφείς ευφυώς έχουν έτσι δομήσει τη συζήτηση, ώστε συχνά οι συνομιλητές, απευθυνόμενοι στο κοινό, το βάζουν στο παιχνίδι και σχεδόν το καθιστούν, όχι μόνο συμμέτοχο, αλλά και συνένοχο. Δε γνωρίζω πώς αντιμετώπισε αυτή την παράσταση το κοινό της Κρήτης. Αλλά θα πρότεινα σε ευαισθητοποιημένους εκπαιδευτικούς, όχι μόνο να οδηγήσουν τους μαθητές τους στην παράσταση, αλλά να οργανώσουν ελεύθερες συζητήσεις στο θέατρο πάνω στα καίρια, φλέγοντα και αιχμηρά προβλήματα που θέτουν ο συγγραφέας και ο θίασος. Τότε, ίσως, ώριμοι και έφηβοι, όταν θα κάθονται στην άνετη πολυθρόνα τους ή στην καφετέρια, δεν θα νιώθουν απλώς, όπως σίγουρα συμβαίνει, ως απλοί θεατές, έστω με κατανόηση, όσα προβάλλει η τηλεοπτική ενημέρωση. Ισως τότε να γίνει, όχι απλώς θέαμα ο μικρούλης Αϊλάν που βρήκε την ανάπαυση του Παραδείσου σε μια έρημη ακτή που είχε εκβραστεί το σωματάκι του.
Η παράσταση του θιάσου «Μνήμη» είναι αριστουργηματική. Η αποθέωση, ουσιαστικά, του νατουραλισμού. Αισθητική ντοκιμαντέρ. Η άνεση των τριών ηθοποιών που παίζουν τον εαυτό τους και συνάμα τον καθένα μας είναι κατόρθωμα ρυθμού, απλότητας και σκηνικού ήθους.
Ο μεταφραστής Δημήτρης Κιούσης έκανε κατόρθωμα καθημερινής λαλιάς. Ο Ιατρόπουλος έβαλε τους οικείους ήχους, το βίντεο οργάνωσε ο Χαμουρίκος. Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Μιχάλης Βιρβιδάκης, η Στελλίνα Ιωαννίδου και η Ντία Κοσκινά μάς χάρισαν, ίσως, την ωριμότερη ερμηνεία της χρονιάς.