Οπως γράφεται, αυτή τη στιγμή, στον επίσημο διαδικτυακό τόπο του υπουργείου Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας «Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (ν. 2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιονδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ. Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα (εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδας) σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ.».
Η τουρκική αυτή απειλή χρήσης βίας που παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο, αναφέρεται προφανώς στις θαλάσσιες περιοχές που ενδιαφέρουν την Τουρκία, η οποία στο μεν Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον κόλπο της Αττάλειας έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ., αλλού όμως (Μαύρη Θάλασσα και στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολική Μεσογείου) η χωρική της θάλασσα έχει επεκταθεί στα 12 ν.μ. Η τουρκική αυτή θέση συνδέεται με τον βασικό της ισχυρισμό ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ που συμπίπτει από πλευράς έκτασης με την υφαλοκρηπίδα σε θάλασσες, όπως η Μεσόγειος). Ο ισχυρισμός αυτός αφορά τη δήθεν ύπαρξη «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο που το καθιστούν «ημίκλειστη» θάλασσα. Ο ισχυρισμός αυτός επεκτείνεται, με προσαρμογές, και σε τμήμα της Ανατολικής Μεσόγειου με στόχο την πλήρη αμφισβήτηση ή έστω τον δραστικό περιορισμό της επήρειας του νησιωτικού συγκροτήματος Καστελλόριζου κατά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1974 η Ελλάδα προέβη, ήδη από το 1977, σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία με βάση την τότε ισχύουσα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (που δεν προέβλεπε την έννοια της ΑΟΖ). Η οριοθέτηση αυτή έγινε εκτός Αιγαίου και του κρίσιμου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, με την Ιταλία να έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. και την Ελλάδα αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. . Η έκταση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ υπολογίζεται από την ακτή (γραμμές βάσεις) και όχι από το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η δε οριοθέτηση των ζωνών αυτών στις οποίες αναγνωρίζονται κυριαρχικά δικαιώματα, δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης που συνιστά περιοχή επί της οποίας ασκείται κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Η Ελλάδα έχει προτείνει τη μετατροπή της ελληνοϊταλικής σύμβασης σε σύμβαση οριοθέτησης και της ΑΟΖ παρά τα προβλήματα που η σύμβαση αυτή έχει ως προς την πλήρη επήρεια των Διαπόντιων Νήσων και των Στροφάδων. Αυτό δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.
Το ίδιο συνέβη και το 2009 με την ισορροπημένη σύμβαση οριοθέτησης όλων των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αλβανία είχε και έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. και η Ελλάδα αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ., αλλά αυτό δεν επηρέασε την ορθή οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας εμφανίστηκαν, λόγω της αλλαγής των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών, οι αλβανικές αντιρρήσεις με τη μορφή απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και άσκησης ποινικής δίωξης (που τελικά αρχειοθετήθηκε) κατά των προσώπων που διαπραγματεύθηκαν και υπέγραψαν τη συμφωνία εκ μέρους της Αλβανίας λόγω, υποτίθεται, έλλειψης πληρεξουσιότητας. Προσθέτω ότι στην Ανατολική Μεσόγειο και η Αίγυπτος, με την οποία μετέχουμε από το 2013 στην τριμερή συνεργασία με την Κύπρο, έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ.
Γιατί άραγε επί τόσα χρόνια η Ελλάδα, υπό διάφορες κυβερνήσεις, δεν προέβη σε μερική επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και ευρύτερα σε περιοχές εκτός τουρκικού ενδιαφέροντος; Προφανώς για να μην αποδεχθεί τον τουρκικό ισχυρισμό περί «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο και να μη διαφοροποιήσει την άσκηση της κυριαρχίας της από περιοχή σε περιοχή είτε για λόγους «νομικούς» είτε για λόγους «πραγματικούς».
Ακολουθώντας την ίδια λογική, η Ελλάδα δεν αποδέχθηκε ποτέ τη διαφοροποίηση του μήκους των χωρικών της υδάτων μεταξύ χερσαίων περιοχών και νησιών στο Αιγαίο. Είναι προφανές ότι οποιοσδήποτε περιορισμός της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών συνεπάγεται κατά μείζονα λόγο αποδοχή της μειωμένης επήρειάς τους ως προς την έκταση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Δεν είμαι οπαδός της ιστορικής ακινησίας και δεν πιστεύω ότι ο χρόνος λειτουργεί εξ ορισμού υπέρ μας. Είμαι οπαδός του διαλόγου στον οποίο όμως πρέπει η Ελλάδα να προσέρχεται με πλήρη προετοιμασία, σαφή στρατηγική και κρατική συνέχεια. Κατά τη θητεία μου στο υπουργείο Εξωτερικών, με τους εξαιρετικούς χειριστές που υπήρχαν, επεδίωξα οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία να έχουν ως αντικείμενό τους όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο ( όπου και το συγκρότημα Καστελλόριζου), να έχουν ως αντικείμενο όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την ΑΟΖ, καθώς τώρα πλέον όλες σχεδόν οι οριοθετήσεις διεθνώς αφορούν και τα δυο, να έχουν ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του κανόνα αναφοράς με δεδομένο ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) κωδικοποιεί γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Υπήρξαν ενδείξεις περιθωρίου συζήτησης για όλα αυτά. Ακόμη πιο σημαντική κίνηση ήταν η νομοθέτηση με το άρθρο 156 του ν. 4001/2011 των απώτατων εξωτερικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (έως την οριοθέτησή τους). Πρόκειται για τον νόμο με βάση τον οποίο προκηρύχθηκαν και αρχίζουν να διεξάγονται οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Το 1999 είχα, ως υπουργός Ανάπτυξης, αγωνιστεί και επιτύχει να μείνει ανοικτή η εκμετάλλευση του Πρίνου, με ένα νομικό σχήμα που συγκέντρωσε ευρύτατη πλειοψηφία.
Στην εξωτερική πολιτική σημασία έχει να εξυπηρετείται η εθνική στρατηγική και να είναι σαφείς οι προτεραιότητες που συνδέονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας και άμυνας. Κινήσεις εντυπωσιασμού, προχειρότητες, επικοινωνιακοί αντιπερισπασμοί μπορεί να είναι πολύ βλαπτικοί όταν αποκλίνουν από τα παραπάνω κριτήρια. Η προαναγγελία, υπό τέτοιες ενδοκυβερνητικές συνθήκες και έπειτα από παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών, της μερικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. εκτός του Αιγαίου και του κρίσιμου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, δεν προσφέρει πρακτικά τίποτα, ενώ συνιστά – δυστυχώς και ανεξαρτήτως προθέσεων – αποδοχή και ενίσχυση του βασικού τουρκικού ισχυρισμού περί «ειδικών συνθηκών» και προσχώρηση στην τουρκική πρακτική του διαφοροποιημένου μήκους των χωρικών υδάτων. Τέτοια θέματα δεν προσφέρονται για μικροκομματικά ή ενδοκυβερνητικά παίγνια. Το εθνικό συμφέρον είναι πολύ απαιτητική υπόθεση.