Η τμηματική ή επιλεκτική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, αρχικά στο Ιόνιο Πέλαγος και κατόπιν ανατολικά στην Κρήτη και σε μέρος του Αιγαίου Πελάγους που περιλαμβάνει την Εύβοια και τον Παγασητικό Κόλπο, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα: «Τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα σε σχέση με το δικαίωμα που της δίνει η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο, μέχρι να λύσει τις διαφορές της με την Τουρκία;». Ας μην ξεχνάμε ότι όσον αφορά την επέκταση των χωρικών της υδάτων η Ελλάδα δεν έκανε μέχρι σήμερα καμία χρήση των δικαιωμάτων που προσέφερε η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας ούτε στο μέτωπο του Αιγαίου, λόγω της δυναμικής αντίθεσης της Τουρκίας που θεωρούσε ως «αιτία πολέμου» το ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, αλλά ούτε και στην Κρήτη ή ακόμα περισσότερο στη δυτική πλευρά της χώρας, στο Ιόνιο Πέλαγος.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι επιβεβαιωτική της «πατριωτικής» και «ενεργητικής» εξωτερικής πολιτικής που προώθησε ο απελθών υπουργός των Εξωτερικών και δεν αποτελεί έκπληξη: «Σε μια εποχή που η προοπτική συνολικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν υφίσταται, γιατί να μην επιχειρήσω, μέσω της επέκτασης των χωρικών υδάτων, να ασκήσω τα δικαιώματα που προσφέρει το διεθνές δίκαιο ξεκινώντας από περιοχές όπου δεν διατυπώνονται αντιρρήσεις από άλλα παράκτια κράτη;». Πράγματι η μοναδική ουσιαστική και με ευοίωνη προοπτική προσπάθεια συνολικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών, όπου η επέκταση των χωρικών υδάτων αποτελούσε κεντρικής σημασίας ζήτημα καθώς επηρέαζε καθοριστικά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας των «διερευνητικών επαφών», που ξεκίνησαν τον Απρίλιο 2002, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι το 1999. Ομως από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μαζί με την ακύρωση της στρατηγικής του Ελσίνκι έπαυσε η ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία (μέχρι και το τέλος της δεκαετίας οι συνομιλίες διεξάγονταν σε πλαίσιο «ελεγχόμενης αδράνειας») και εξαερώθηκε η προοπτική συνολικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Δεδομένης της απουσίας σοβαρής προοπτικής συνολικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, η τμηματική (και όχι συνολική, σε όλα τα μέτωπα) επέκταση των χωρικών υδάτων δεν στερείται λογικής βάσεως. Ούτε συνεπάγεται, όπως υποστηρίχθηκε, έμμεση δικαίωση του τουρκικού επιχειρήματος περί «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο ή/και της τουρκικής πρακτικής για διαφοροποιημένο μήκος χωρικών υδάτων σε διαφορετικές περιοχές. Θα μπορούσε, αντίθετα, να είναι δηλωτική της σημασίας που αποδίδει η Ελλάδα στο διεθνές δίκαιο, ειδικότερα στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, και να αποτελεί δικαίωση των χωρών (Ιταλία και Αλβανία) που αποδέχονται τους κανόνες και τις προβλέψεις του, εκθέτοντας την Τουρκία που επιμένει να μην το αποδέχεται. Θα μπορούσε ακόμη να συνιστά προηγούμενο ή παρακαταθήκη για την πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει η Ελλάδα στο επόμενο μέτωπο, εκείνο του Αιγαίου, μεταφέροντας στην Τουρκία την πίεση για διάλογο μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Η δυνατότητα πρακτικής άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν για την Ελλάδα από το διεθνές δίκαιο μέσω της τμηματικής επέκτασης των χωρικών της υδάτων καθίσταται εφικτή εάν η τελευταία αποτελεί συστατικό μέρος μιας συνολικής στρατηγικής, και όχι μιας αποσπασματικής τακτικής διαχείρισης της Τουρκίας, και απολαμβάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερης συνεννόησης ή/και συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων. Ποια από τις δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιήθηκε πριν από την εξαγγελία της πολιτικής της τμηματικής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων;
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου