Στη Φλωρεντία το 1439 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, συνοδευόμενος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και σχεδόν ολόκληρη την πολιτική και πνευματική ηγεσία του Βυζαντίου, συμφώνησε επίσημα με τον Πάπα την Ενωση της Καθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μεταξύ των συμπεφωνημένων ήταν και το πρωτείο του Πάπα. Ο αυτοκράτορας ήλπιζε σε αντάλλαγμα να λάβει στρατιωτική βοήθεια από τα δυτικά βασίλεια.
Μόνον που, όταν η ελληνική αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οργισμένα πλήθη την αποδοκίμασαν βίαια. Ο κλήρος και η πολιτική ηγεσία διχάστηκαν, επικράτησε εμφυλιοπολεμικό κλίμα μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών. Η συμφωνία πρακτικά ακυρώθηκε. Ο διχασμός διατηρήθηκε μέχρι την Αλωση και υπήρξε βασικός συντελεστής της καταστροφής του βυζαντινού κράτους. Σύνδρομο της Φλωρεντίας ονομάζεται στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων η περίπτωση κατά την οποία μία διακρατική συμφωνία πάσχει από έλλειψη κοινωνικής νομιμοποίησης και αποδοχής, γεγονός που αποδυναμώνει ή και ακυρώνει την εφαρμογή της στην πράξη. Στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών παρακολουθούμε μία διαδικασία επιβολής εκ των άνω μιας διμερούς συμφωνίας, με την οποία διαφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης και των δύο συμβαλλομένων κρατών. Στην μεν ΠΓΔΜ η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (άνω του 60%) απέσχε από το δημοψήφισμα, τη στιγμή μάλιστα που το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει ότι η εγκυρότητά του προϋποθέτει τη συμμετοχή του 50% του εκλογικού σώματος. Στη δε Ελλάδα, πρωτοφανώς ογκώδη συλλαλητήρια και όλες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι στη συμφωνία αντιτίθεται το 65-70% του εκλογικού σώματος.
Παρά ταύτα, καταβάλλεται βεβιασμένη προσπάθεια να εγκριθεί, παρά τη λαϊκή αντίθεση, η συμφωνία στα δύο Κοινοβούλια με μεθοδεύσεις. Με αποτέλεσμα τη γελοιοποίηση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας.
Στα Σκόπια αυτό επετεύχθη με προσεταιρισμό βουλευτών της αντιπολίτευσης, που προηγουμένως είχαν δηλώσει την κατηγορηματική αντίθεσή τους στη συμφωνία. Υπό συνθήκες που θυμίζουν έντονα τα καθ’ ημάς Ιουλιανά του 1965 και συνιστούν εξόφθαλμα παραβίαση της λαϊκής εντολής.
Στην Αθήνα, ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το κόμμα των ΑΝΕΛ, που στηρίζει την κυβέρνηση Τσίπρα, απορρίπτει τη συμφωνία. Επομένως η δεδηλωμένη είναι ανύπαρκτη στο ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών. Οποια μεθόδευση και να υπάρξει προκειμένου να υπερψηφιστεί η συμφωνία, και εάν ακόμα συγκεντρωθούν ανεξάρτητοι, μέλη κομμάτων χωρίς παράσταση εισόδου στην επόμενη Βουλή κ.λπ., το αποτέλεσμα θα είναι κραυγαλέα αντίθετο στη λαϊκή εντολή.
Για να επανέλθουμε στο σύνδρομο της Φλωρεντίας: οι μεν κάτοικοι της ΠΓΔΜ θα θεωρήσουν ότι η βούλησή τους βιάστηκε, ώστε να δεχθούν αλλοίωση της ονομασίας του κράτους τους. Η προσθήκη συνθετικού μπροστά από το «Μακεδονία» προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις, διότι θεωρούν ότι ακυρώνει το μονοπώλιο που θεωρούν ότι έχουν επί της ονομασίας. Το αποτέλεσμα θα είναι η υπεραναπλήρωση, με όξυνση του ψευδο-αλυτρωτισμού και του παν-μακεδονισμού. Επίσης η συμμετοχή σε ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς θα τους δώσει βήμα να προωθήσουν τις βλέψεις τους.
Στην Ελλάδα, η εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας χωρίς διακομματική συναίνεση και χωρίς κοινωνική στήριξη, οι ψυχολογικές – πολιτικές – νομικές – οικονομικές – εμπορικές συνέπειες και μάλιστα χωρίς απολύτως κανένα αντάλλαγμα από πλευράς Σκοπίων, αποδυναμώνει σοβαρά την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, σε στιγμές που θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.
Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης