Στο στούντιο του Αγγελου Φρέντζου ο καφές είναι εσπρέσο και η ατμόσφαιρα αλλάζει ανάλογα με τη σεζόν. Ο σχεδιαστής ετοιμάζει παράλληλα με την ανδρική και τη γυναικεία συλλογή ρούχων τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε τέχνης της Αθήνας δημιουργώντας μια εγκατάσταση «Αντιμόδας».

«Συνήθως είμαι μπροστά από τη μόδα. Αυτό που δείχνω εγώ αρχίζει και φαίνεται σε άλλους δύο σεζόν μετά. Είμαι της αντιπαρουσίασης της μόδας και του τρόπου που παρουσιάζεται τελευταία. Κανένας δεν ασχολείται να κάνει ωραία ρούχα, με μια παρουσίαση είτε ρομαντική είτε μοντέρνα που να σε βάζει σε σκέψη καθώς βλέπεις να συνδέονται τα ρούχα με το παρόν. Αντίθετα, ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά και ο ένας χτίζει γέφυρες πάνω στο ποτάμι, ο άλλος φέρνει άμμο παραλίας μέσα στο Παρίσι, Οκτώβριο μήνα. Δεν είναι και σωστό να κρίνω τους άλλους, αλλά αυτή τη στιγμή ξοδεύουν μεγάλα μπάτζετ μόνο για να κάνουν εντύπωση. Ταυτόχρονα όλα αυτά τα live streaming που δείχνουν με τις ώρες από πάνω τον χώρο όπου γίνεται το σόου, με μια μικρή λεπτομέρεια του ρούχου και περισσότερο την εγκατάσταση, δεν σε διευκολύνουν να δεις τα ρούχα και να καταλάβεις τη μόδα. Μόνο τοποθεσία και λίγο από μοντέλα δείχνουν ως πρόταση οι πιο μεγάλοι οίκοι, όπως οι Chanel και Louis Vuitton.

Δεν υπάρχει αυτό που νομίζετε, ότι η περιορισμένη παρουσίαση του ρούχου συμβαίνει για προφύλαξη της συλλογής από τους αντιγραφείς του Internet και τις αλυσίδες καταστημάτων μαζικής πώλησης. Αφού και αυτά τα ρούχα των οίκων πολυτελείας είναι ήδη κόπιες από περασμένες σεζόν των δικών τους συλλογών. Ή και συλλογών άλλων σχεδιαστών».

Ο καφές σερβίρεται πάνω σε ένα τραπέζι εργασίας, με χρωματισμένη επιφάνεια από τα πειράματα που κάνει ο Φρέντζος για να δέσει τις παράταιρες εμπνεύσεις του. Συντροφιά μας και μία τριάδα από ταριχευμένα πτηνά ως απόηχος μιας νεκρής φύσης που θα δώσει νόημα στην γκοθ ποιητικότητα κάποιου ρούχου. Η συζήτηση κυλάει ανάμεσα στις νέες συνθήκες που επικρατούν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και αλλάζουν τον τρόπο δημιουργίας της μόδας από εργαζόμενους υπαλλήλους και όχι από ανεξάρτητους, ανήσυχους παρατηρητές του παρόντος.

«Ο σχεδιαστής δουλεύει για λίγο διάστημα τώρα πια ως διευθυντής ενός οίκου. Συνήθως τον παίρνουν για μία σεζόν ή για να δώσει κάποιες συμβουλευτικές προτάσεις και ιδέες ξεχωρίζοντας από τα άπειρα σχέδια ρούχων εκείνα που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια τρέχουσα μοντέρνα συλλογή. Σήμερα οι σχεδιαστές έχουν περιορισμένη ελευθερία στη δημιουργικότητά τους. Συνήθως απαντάνε σε ερωτήματα της παραγωγής για το τι στυλ να δειχθεί, για παράδειγμα, ένα φόρεμα ώστε να φαίνεται προχωρημένο. Η βιομηχανία υποδέχεται παιδιά από τα κολέγια της μόδας που είναι – και δεν είναι πάντα – ταλέντα, για να δουλέψουν εντός αυτού του απρόσωπου συστήματος. Επειδή είναι νέοι και άπειροι, δέχονται να εργαστούν με τέτοιους όρους γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν τις προθέσεις στο οικονομικό κέρδος του κάθε εργοστασιάρχη κατασκευαστή ρούχων ή του κάθε οικονομικού διευθυντή σε κάποιον μεγάλο οίκο».

Η ανεξαρτησία λοιπόν έχει κόστος, γι’ αυτό είναι πολύτιμη, και ο Φρέντζος αυτή τη στιγμή ταξιδεύει μεταξύ Λονδίνου, Νάπολι, Βενετίας και με ενδιάμεσες στάσεις το Παρίσι και την Αθήνα. Βλέπει «υφασματάδες», μιλάει με τεχνίτες, επισκέπτεται εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων, γυρίζει τα μουσεία, τα κάστρα, μαζεύει εικόνες στο κινητό του από τα ευρωπαϊκά μεγαλεία του παρελθόντος και σαν μαθητευόμενος αλχημιστής κρατά τη σκόνη από τα βαθιά βελούδα, τη σκουριά από κάποιο μετάλλιο ανδρείας για να φτιάξει ένα χρώμα για μεταξωτό φόρεμα ή κουμπί σε κάποιο «πειραγμένο» ανδρικό σακάκι.

«Υπάρχει ακόμη στον κόσμο της μόδας διάθεση για πειραματισμούς ώστε να βγουν ρούχα που το ντιζάιν τους θα αφορά το σύγχρονο, μοντέρνο σώμα. Απλώς οι ανεξάρτητοι σχεδιαστές βρίσκονται σε μικρές εταιρείες και σιγά σιγά μαραζώνουν, επειδή οι μεγάλοι σπόνσορες διαθέτουν τα χρήματά τους στους μεγάλους οίκους. Που δεν τα χρειάζονται, αλλά παρ’ όλα αυτά εκεί πηγαίνουν.

Παλιά δεν υπήρχε όλη αυτή η ελεγχόμενη προβολή αισθητικής στο πρετ α πορτέ πολυτελείας. Δουλεύω στο εξωτερικό σε επίπεδο τμηματικών συνεργασιών ήδη είκοσι χρόνια και ήταν πιο απλή η συνεννόησή μας με την πολυτέλεια. Οπως είναι τώρα με το streetwear. Γι’ αυτό και υπάρχει μια έξαρση να κάνουν όλοι πια streetwear, πιο απλά ρούχα, παρουσιάζοντας στο Instagram μόνοι τους τη δουλειά τους».

Το νέο βλέμμα. «Κατά τη γνώμη μου είναι πιο αυθεντική η μόδα στο Instagram παρά στα περιοδικά. Στο Instagram βλέπεις πώς κάνουν styling νέοι σχεδιαστές, πώς φοράνε στον δρόμο πράγματα που στις μπουτίκ πωλούνται σαν επιβεβλημένο σύνολο. Η αισθητική και οι τιμές της μόδας σήμερα δεν απευθύνονται στον κόσμο. Για παράδειγμα, το στυλ χιπ χοπ θεωρώ ότι είναι υπερτονισμένο από τα media. Δεν πιστεύω ότι όλοι ακούνε ραπ όλη μέρα. Οσο για τον Βίρτζιλ Αμπλο, μπορείς να τον πεις αρχιτέκτονα, μηχανικό, γραφίστα, σίγουρα όμως όχι σχεδιαστή μόδας. Επειδή είναι επαγγελματίας και έχει μάθει να δουλεύει κάνοντας πρότζεκτ, μπορεί να αναλάβει τον συντονισμό μιας συλλογής».

Πώς βρέθηκε να συνεργάζεται με έναν από τους πιο προβεβλημένους πρωταγωνιστές της μόδας σήμερα; «Μας ένωσε ο Κάνιε Γουέστ. Εκείνος είχε διαλέξει από το showroom στο Μιλάνο όπου έδειχνα τα ρούχα μου κάποια κομμάτια για την περιοδεία του. Ο Βίρτζιλ ήταν ο καλλιτεχνικός του διευθυντής και γνωριστήκαμε. Και όταν ο ίδιος αποφάσισε να έρθει στην Ευρώπη για να συνεχίσει το πείραμά του να κάνει ρούχα, παρουσιάζοντας τη μηδενική συλλογή Off-White, κάναμε ραντεβού και ξεκινήσαμε μαζί από τη σεζόν 1».

Για τρία χρόνια ο Αγγελος Φρέντζος  ήταν ο βασικός σχεδιαστής των συλλογών Off-White. Οταν άρχισε να μεγαλώνει το σχήμα, προέκυψαν ζητήματα αποκλειστικότητας σε διάφορα στάδια της δουλειάς και η μονάδα παραγωγής στο Μιλάνο άλλαζε τα σχέδια των ρούχων, κατασκευάζοντας διαφορετικά κομμάτια από αυτά που έδειχναν στο σόου τους στο Παρίσι. Ο Φρέντζος κράτησε εξωτερική συνεργασία με τον Βίρτζιλ Αμπλο. «Εχω τη δική μου σειρά και δεν μπορώ να τη σταματήσω για να γίνω υπάλληλος κατά αποκλειστικότητα σε έναν παριζιάνικο οίκο όπως πήγε ο Βίρτζιλ στον Louis Vuitton. Δεν τον ακολούθησα εκεί γιατί το Παρίσι έχει υψηλό κόστος ζωής, υποχρεωτικό ωράριο καθημερινής παρουσίας 9-5. Γιατί να εγκατέλειπα τις συλλογές μου; Για να γίνω υπάλληλος με περιορισμένο τρόπο ζωής στο Παρίσι για δύο χρόνια; Δεν υπάρχει στη ζωή μου τέτοιο όνειρο. Στο παρελθόν, όταν ήμουν μικρός, τα είχα δοκιμάσει αυτά. Ούτε καίγομαι να είμαι ο πρωταγωνιστής της σκηνής της μόδας και δεν με ενδιαφέρουν οι δημόσιες σχέσεις. Παθιάζομαι να κάνω τέλεια, άψογα ρούχα, και αυτό μου αρκεί. Βλέπω τους άλλους σχεδιαστές να βγαίνουν  στα τηλεοπτικά ριάλιτι, να παρουσιάζουν προγράμματα, να κάνουν τους κριτές και αν τους ρωτήσεις «τι ρούχα έχεις βγάλει φέτος» θα απαντήσουν ότι έβγαλαν δύο νυφικά και δύο τσαντάκια και δεν έφτιαξαν ολοκληρωμένη συλλογή. Επιτρέπεται να τους φθάνει ο μισθός τους από ένα τηλεοπτικό κανάλι ή να κάνουν τουριστικά αντικείμενα και έτσι να τελειώσουν με τη μόδα; Εντάξει, οι συλλογές κοστίζουν άπειρα χρήματα, αλλά γιατί να μην ασχολούνται με τα ρούχα και να αρκούνται μόνο να είναι παρατηρητές της μόδας; Δεν το θέλω αυτό για εμένα».

Αθήνα και αισθητική. Το πάθος του για την κατασκευή του ρούχου δικαιολογεί τη συνύπαρξη στο στούντιο του σχεδιαστή των περιοδικών-τόμων της τρέχουσας μόδας μαζί με εξώφυλλα δίσκων βινυλίου και καταλόγους μουσείων. Ο εντοπισμός του επίκαιρου χαρακτήρα σε ένα φαινόμενο τόσο εφήμερο όσο είναι η μόδα γίνεται, όπως λέει ο ίδιος, μόνο μέσα από την περιπλάνηση των πόλεων. Με ορισμένες επιφυλάξεις για την Αθήνα. «Στην Αθήνα μού αρέσουν οι πάνω από 70 ετών τεχνίτες που έχουν απομείνει και ξέρουν να κάνουν σωστά τα ρούχα. Υπάρχουν  ωραία πράγματα στην τέχνη και στη μουσική, αλλά στην Αθήνα υπάρχει διάσπαρτη στεναχώρια. Είναι οι άνθρωποι σκυθρωποί και δεν χαμογελάνε. Να φταίει η πολιτική κατάσταση; Μήπως η γενικευμένη φτώχεια; Και το Βερολίνο υπήρξε φτωχό και σκυθρωπό αλλά γοητευτικό, επειδή ήταν πάντα έτσι αυτή η πόλη. Εδώ, αυτή η βαριά ατμόσφαιρα μας ξενίζει, γιατί πριν από δέκα χρόνια δεν ήταν έτσι η Αθήνα. Συχνά μου συμβαίνει όταν βγαίνω να αισθάνομαι άσχημα γιατί ο κόσμος είναι ντυμένος φτωχικά, ενώ εγώ φοράω ένα “κάτι” διαφορετικό. Είμαι στη μόδα γιατί μου αρέσει η διαδικασία του αποτελέσματος. Ολο αυτό που συνδέεται με μουσική και διάφορες εικόνες από άνδρες και γυναίκες που έχω στο μυαλό μου να φοράνε ρούχα μου. Ανυπομονώ για τη στιγμή που η μόδα θα σημαίνει και πάλι βιομηχανία, σχεδιαστές που θα βγάζουν ρούχα τα οποία θα αγοράζει ο κόσμος και θα ευχαριστιέται να τα φοράει. Οχι αυτά που αγοράζουν με 2 ευρώ και τα πετάνε, ώστε να τα αντικαταστήσουν με ακριβώς ίδιο σχέδιο. Αυτό δεν είναι μόδα, είναι  κατανάλωση του αποθέματος των εργοστασίων».