«Θα ήθελα να δω την Ελλάδα να βγαίνει από τα Μνημόνια κατά τη διάρκεια της θητείας μου, αλλά το 2015 τα πράγματα βγήκαν εντελώς εκτός πορείας. Στα μέσα του 2014 μιλούσαμε για έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια, για το τέλος του δεύτερου προγράμματος και είχαμε ξεκινήσει να μιλάμε για το πώς θα είναι η έξοδος, ποιες θα είναι οι προβλέψεις, αν θα χρειαζόταν γραμμή πίστωσης, πώς θα διαχειριστούμε την έξοδο» αποκαλύπτει ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», την οποία παραχώρησε στο αεροδρόμιο του Αμστερνταμ λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, όπου παρουσιάζεται σήμερα το βιβλίο του «Η κρίση του ευρώ». «Η κυβέρνηση τότε θα μπορούσε ίσως να καθυστερήσει τις εκλογές. Το 2014 υπήρχε η ευκαιρία να αποφευχθεί ένα τρίτο πρόγραμμα, αλλά δυστυχώς δεν έγινε» λέει ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup.
Μιλώντας για πιο επίκαιρα ζητήματα, και δη για το ζήτημα των συντάξεων, ο Ντεϊσελμπλούμ θεωρεί ότι «η περικοπή των συντάξεων δεν είναι απαραίτητη για δημοσιονομικούς λόγους, ούτε επηρεάζει διαρθρωτικά το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα» και εκτιμά ότι το επιχείρημα αυτό αποτελεί λόγο για να μην επιμένουν στο Eurogroup στην τήρηση του μέτρου αυτού. Προειδοποιεί, όμως, ότι αυτό που θα κοιτάξουν οι υπουργοί Οικονομικών είναι η γενικότερη αξιοπιστία της Ελλάδας. «Αν υπάρξουν πισωγυρίσματα, οι εταίροι, οι αγορές, οι επενδυτές μπορεί να συμπεράνουν ότι η Ελλάδα δεν είναι αφοσιωμένη στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να τους πείσει ότι θα παραμείνει στον δρόμο των συνετών πολιτικών». Οπως λέει, το συγκεκριμένο μέτρο υιοθετήθηκε διότι τότε χρειαζόταν να διασφαλιστεί ότι θα ικανοποιηθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%. «Το ΔΝΤ επέμενε σε επιπλέον περικοπές διότι πίστευε ότι δεν υπάρχει τρόπος η Ελλάδα να ανταποκριθεί στους δημοσιονομικούς στόχους. Για να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα συζητήσαμε τις περικοπές αυτές» λέει σήμερα ο Ντεϊσελμπλούμ.
Ο ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ. Τι τον ανησυχεί στη μεταπρογραμματική περίοδο; Η αύξηση στον κατώτατο μισθό, καθώς εκτιμά ότι δεν είναι έτοιμη η ελληνική οικονομία να δεχτεί την αύξηση αυτή. «Η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε αύξηση μισθών, δεν είναι ρεαλιστική στρατηγική» λέει κατηγορηματικά. «Υπάρχουν πολλές υποσχέσεις από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση ενόψει των εκλογών και όσο πλησιάζουν θα υπάρξουν πολλές μη ρεαλιστικές υποσχέσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας» προειδοποιεί.
Παράλληλα, θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν διατρέχει κίνδυνο να χρειαστεί τέταρτο πρόγραμμα. «Είναι σημαντική η οικονομική ανεξαρτησία, αλλά αν ξεφύγει η κατάσταση, η χώρα θα ξαναχάσει την οικονομική της ανεξαρτησία» διαμηνύει και τονίζει: «Αν χρειαζόταν τέταρτο πρόγραμμα, δεν θα υπήρχε υποστήριξη από την ευρωζώνη».
Για να αποφύγει η Ελλάδα τον κίνδυνο μετάδοσης των αναταράξεων από την Ιταλία, ο Ντεϊσελμπλούμ θεωρεί ότι ο μόνος τρόπος είναι να διασφαλιστεί ότι η μακροοικονομική κατάσταση είναι ισχυρή, οι τράπεζες είναι υγιείς και ότι οι πολιτικές είναι όσο πιο συνετές γίνεται, ώστε οι αγορές να διαχωρίσουν μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. «Οι τράπεζες είναι ακόμη ένα κρίσιμο θέμα. Το χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι εξαιρετικά υψηλό και η προσπάθεια μείωσής τους αποτελεί κλειδί για το πώς βελτιώνεται η κατάσταση» επισημαίνει για τον τραπεζικό κλάδο. Ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup εκτιμά ότι «το πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα επανέλθει, εκτός αν η ανάπτυξη είναι ισχυρή για αρκετό καιρό».
Οπως προβλέπει, «σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια θα πρέπει να ξαναδούμε το χρέος, αλλά θα υπάρχει τότε περισσότερη εμπιστοσύνη στην Ελλάδα και το κλίμα στην Ευρώπη θα είναι καλύτερο». Υπογραμμίζει, όμως, ότι «για να ξαναδεί η ευρωζώνη μέτρα περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει η Ελλάδα να τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους των πλεονασμάτων». Μιλώντας για το διάστημα της θητείας του υποστηρίζει ότι «δεν ήταν μόνο η Γερμανία αυστηρή με την Ελλάδα. Ο Σόιμπλε είχε ισχυρή προσωπικότητα και είχε επιρροή, αλλά και άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι βαλτικές, η Αυστρία και η δική μου χώρα, η Ολλανδία, είχαν αυστηρή στάση έναντι της Ελλάδας και πολλές φορές επιθετική, κυρίως το 2015, όταν ο Βαρουφάκης είχε καταστρέψει κάθε εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση».
Στην ερώτηση αν ετοιμαζόταν πραγματικά η Γερμανία για Grexit απαντά: «Δεν το γνωρίζω, θεωρώ ότι ο Σόιμπλε δεν θα προχωρούσε σε απειλές αν δεν ήταν προετοιμασμένος να το κάνει, να προχωρήσει. Αν ίσχυε το ίδιο για τη Μέρκελ, δεν ξέρω. Νομίζω ότι η Μέρκελ ενδιαφερόταν για τη μεγαλύτερη εικόνα, για το μέλλον της Ευρώπης. Προσωπικά πίστευα ότι ένα Grexit θα ήταν ένας τεράστιος κίνδυνος για την ευρωζώνη και εξαιρετικά καταστροφικό για την Ελλάδα». Δηλώνει, πάντως, ότι η κρισιμότερη στιγμή της θητείας του ήταν όταν ελήφθη η πρώτη απόφαση για την Κύπρο. «Δέχτηκα κριτική για την απόφαση, αλλά δύο μήνες μετά διορθώσαμε λαμβάνοντας τη δεύτερη απόφαση» είπε.