Για να «ριζοσπαστικοποιήσει την εικόνα» και όχι λόγω της ομοφυλοφιλίας του, ήθελε οι τρεις γυναικείοι ρόλοι, Κλερ, Σολάνζ, Μαντάμ (Κυρία), να παιχθούν από (νέους) άνδρες. Η επιθυμία του Ζαν Ζενέ (Jean Genet, 1910-1986) για τη διανομή των ρόλων στις «Δούλες» («Les Bonnes», 1947) βασίζεται στη βαθιά του εμπιστοσύνη στη δύναμη που κρύβει το παιχνίδι του θεάτρου: τρεις άντρες ηθοποιοί παίζουν τις δούλες που παίζουν τις άλλες δούλες και την Κυρία. Παράλληλα χάνεται η έννοια του φύλου και της ταύτισής του με ένα συγκεκριμένο επάγγελμα και τη θέση του παίρνει το σύμβολο. «Οι Δούλες» είναι το έργο – σήμα κατατεθέν του γάλλου συγγραφέα. Γιος πόρνης και αγνώστου πατρός, υιοθετήθηκε για να εγκαταλειφθεί στη συνέχεια και πέρασε τα εφηβικά και νεανικά του χρόνια σε αναμορφωτήρια και φυλακές. Αυτός ο μπάσταρδος, ο κλέφτης, ο ομοφυλόφιλος, βρήκε τη δύναμη να μετατρέψει την απόρριψη σε τέχνη και να δικαιωθεί. Εγραψε μυθιστορήματα («Η Παναγία των λουλουδιών», «Το θαύμα του ρόδου», «Νεκρικές Πομπές»), θεατρικά («Υψηλή εποπτεία», «Το μπαλκόνι», «Τα παραβάν», «Οι Νέγροι») και χρωστά στον Ζαν-Πολ Σαρτρ και το έργο του «Αγιος Ζενέ, κωμωδός και μάρτυρας», ένα από τα κλειδιά για την είσοδό του στον κόσμο της αποδοχής.
Το σκηνικό στις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, παραπέμπει από την αρχή στο σύμπαν του γάλλου συγγραφέα και σχεδόν «προειδοποιεί» για τη συνέχεια. Το μεγάλο διπλό κρεβάτι στη μέση της σκηνής «πνιγμένο» στα λουλούδια. Το ίδιο και η τουαλέτα της Κυρίας, αλλά και ο καθρέφτης μέσα στο δωμάτιό της. Με τη δόση της απαιτούμενης υπερβολής και κακογουστιάς, ο κόσμος του Ζενέ ζωντανεύει πρώτα με τις δούλες και στη συνέχεια με την Κυρία, που κάνει τη σύντομη αλλά καθοριστική εμφάνισή της. Φορώντας τις μαύρες, χαρακτηριστικές στολές που φορούν οι υπηρέτριες, η Κλερ και η Σολάνζ Λεμερσιέ προσπαθούν να αποδράσουν μέσα από τη δική τους φυλακή. Και με τον δικό τους τρόπο.
ΠΡΟΒΑ ΦΟΝΟΥ. Με στόχο να σκοτώσουν την Κυρία, οι δούλες προβάρουν τη δολοφονία της. Αλλάζουν ρόλους – η Κλερ γίνεται Κυρία και η Σολάνζ Κλερ, φορούν τις μακριές τουαλέτες της, την κόκκινη και την άσπρη, τις γούνες, τα κοσμήματα και προσπαθούν να φτάσουν στον στόχο τους με ένα φλιτζάνι τσάι – δηλητήριο. Οταν αποτυγχάνουν, αποφασίζουν να προχωρήσουν δολοφονώντας, έστω, το είδωλο της Κυρίας. Ενα δραματικό παιχνίδι μεταμορφώσεων.
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις ακολούθησε, πιστά σχεδόν, τις οδηγίες του γάλλου συγγραφέα τόσο με την ανδρική διανομή όσο και με την αισθητική της παράστασης. Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης ο σκηνοθέτης έστησε από την αρχή τη σχέση των δύο υπηρετριών και άφησε να διαφανεί ο σκληρός κόσμος μέσα στον οποίο ζουν – στην πραγματικότητα και στην ψυχή τους. Ανάμεσα στη λυγερόκορμη Κυρία, οι δούλες, μεγαλοκαμωμένη η μία, μικροκαμωμένη η άλλη, έφεραν πάνω στη σκηνή την αλήθεια τους – ωμή, μπρούτα, ενίοτε και χυδαία, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Οπως είχε γράψει και ο Ζενέ «κάπως έτσι θα μιλούσαν οι δούλες, κάποια βράδια».
Ο Δημήτρης Ημελλος και ο Αργύρης Ξάφης έπλασαν ένα συναρπαστικό δίδυμο αντίφασης και ταύτισης. Με μια δόση καρικατούρας ο πρώτος και το πηγαίο συναίσθημα ως οδηγό ο δεύτερος, έφτασαν στην κορύφωση και την κάθαρση. Ανάμεσά τους ο Κώστας Μπερικόπουλος έφερε με την όψη και την ερμηνεία του τον συμβολισμό της Κυρίας.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
Τα όπλα της Ελένης Ράντου
Δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς ότι η Ελένη Ράντου είναι η ελληνική εκδοχή της Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο που χάρισε το Οσκαρ στην αυστραλιανή ηθοποιό: να όμως που το σκέφτηκε η ίδια για τον εαυτό της. Πήρε τα δικαιώματα για το σενάριο της «Blue Jasmine» από τον Γούντι Αλεν, το διασκεύασε για το θέατρο (με τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου) και ετοιμάζεται να ερμηνεύσει την Τζάσμιν την 1η Νοεμβρίου, στην ομώνυμη παράσταση που σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής στο Διάνα.
Πρωταγωνίστρια από νωρίς, η ηθοποιός που κέρδισε το ευρύ κοινό μέσα από τη μικρή οθόνη ανήκει στις ελάχιστες γυναίκες που, στη χώρα μας, έχουν δική τους θεατρική επιχείρηση και κάνουν το κουμάντο τους. Επιλέγει τι θέλει να παίξει, πότε και με ποιους. Επιπλέον γράφει, μεταφράζει, διασκευάζει. Κάτι σαν πολυμηχάνημα.
Κάπως έτσι ξεκίνησε την προσωπική της διαδρομή, στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Επαιζε ήδη μια δεκαετία στην τηλεόραση και στο θέατρο όταν θέλησε να δώσει το προσωπικό της στίγμα – με τα μονόπρακτα του Τσέχοφ και τη «Βότκα Μολότωφ» στο θέατρο Ιλίσια, 1995. Η επιλογή της βρήκε ανταπόκριση. Είχε προηγηθεί το τηλεοπτικό «Αχ Ελένη» στο Mega και έμελλε να ακολουθήσει το «Κωνσταντίνου και Ελένης» με τον Χάρη Ρώμα στον Αντέννα. Παντού το μικρό της όνομα – κάτι σαν «ελευθέρας» στην τέχνη της…
Σ΄ αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια μιας, λίγο – πολύ, σόλο καριέρας, παραμένει άμεση, πηγαία, αυθεντική, με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό να είναι τα πιο ισχυρά της όπλα. Κωμική ηθοποιός με το απαραίτητο δραματικό υπόστρωμα, η Ελένη Ράντου μοιάζει ωστόσο να μαλακώνει με τα χρόνια. Σαν να έχει αποβάλει εκείνη την, ενίοτε υπερβολική, ελευθεροστομία της, καθώς και μια «επιθετική» διάθεση απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα. Σαν να βρήκε τη θέση της μέσα στον χώρο αλλά και μέσα στον εαυτό της.
Διατηρώντας το λαϊκό στοιχείο, βάση και αφετηρία της, πήγε παραπέρα. Αυτό δείχνουν και οι στυλιστικές της επιλογές αλλά κυρίως οι θεατρικές των τελευταίων χρόνων – «Φιλουμένα Μαρτουράνο», «Για μια ανάσα». Οπως και η φετινή «Τζάσμιν», που δεν αποτελεί παρά μια σύγχρονη ματιά πάνω στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς και στην Μπλανς Ντιμπουά…