Η ακατάσχετη βωμολοχία (κοπρολαλία) είναι εκείνο το σύμπτωμα που, περισσότερο από κάθε άλλο, έχει ταυτιστεί με το Σύνδρομο Τουρέτ, παρότι μονάχα 10% των ασθενών που πάσχουν από το εν λόγω Σύνδρομο παρουσιάζουν αυτό το σύμπτωμα. Σίγουρα είναι το πιο εντυπωσιακό – όχι όμως και τόσο για όποιον περιηγείται καθημερινά στα social media. Ειδικά στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, θα έλεγες ότι έχει αναχθεί σε εθνικό μας άθλημα. «Καλημέρα» τολμάς να πεις και δέχεσαι βροχή από χριστοπαναγίες. Σου δημιουργούνται έτσι δύο ειδών εσφαλμένες εντυπώσεις. Αφενός ότι έχεις απέναντί σου ένα μεγάλο και συμπαγές τμήμα του πληθυσμού που χρειάζεται επειγόντως ψυχιατρική παρακολούθηση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αφετέρου ότι εκείνη η μειονότητα που δεν βρίζει έχει και το δίκαιο με το μέρος της. Ευτυχώς τίποτε από τα δύο δεν ισχύει, τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό. Είμαστε λιγότερο ψυχοπαθείς από όσο δείχνουμε να είμαστε στο Διαδίκτυο και η συνήθης σύγχυση ανάμεσα στις «χυδαίες λέξεις» και στις «χυδαίες απόψεις» μάς απομακρύνει από την άλλη πικρή αλήθεια, την πολλαπλά επαληθευμένη στο διάβα της Ιστορίας: ότι μπορείς να εκφράζεσαι κοσμιότατα και να είσαι ένα κτήνος και μισό.
   Τούτων δοθέντων, η απύλωτη γλώσσα του Παύλου Πολάκη δεν με σκανδάλισε ευθύς εξαρχής. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας έκανε μια θορυβώδη «είσοδο» στο Facebook αναρτώντας ένα τετράπαχο «Οχι» πάνω από τη Μεγαλόνησο, την ιδιαίτερη πατρίδα του (και ιδιαίτερη πατρίδα μου, ειρήσθω εν παρόδω), την ίδια περίοδο που η κυβέρνησή του μετέτρεπε το Οχι σε Ναι με μια μαεστρία που έκτοτε διδάσκεται σε όλες τις διεθνείς ημερίδες Ταχυδακτυλουργίας και Καμποτινισμού. Εντάξει. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Ο κουτσαβακισμός θεωρείται σκληρό νόμισμα στην Ελλάδα και όσο περνάει η μπογιά του στο εκλογικό σώμα, εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Δεν ενοχλείσαι εάν κάποιος πράττει τα ακριβώς ανάποδα από αυτά που κομπορρημονεί ότι θα πράξει; Με γεια σου, με χαρά σου. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Αφησα επίτηδες να περάσουν λίγες μέρες και να καταλαγιάσει το σούσουρο για τις τελευταίες υλακές του Πολάκη, εκείνες που συνέδεαν άρρηκτα τη φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων με τη νίκη στις εκλογές, επειδή και σε αυτή την περίπτωση είχα την αίσθηση ότι το γάβγισμα θα μας παρεμποδίσει να εξετάσουμε την ουσία της απειλής. Βλέπετε, το πρόβλημα δεν είναι ότι ένας υπουργός – έστω κι ένας υπουργός του Τσίρκου Μεντράνο (και συγγνώμη apropos από το Μεντράνο) – δείχνει να αγνοεί τη διάκριση ανάμεσα στη δικαστική, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, μια διάκριση που υποτίθεται ότι έχουν εμπεδώσει οι κοινοβουλευτικοί μας άνδρες, ακόμη και αν δεν βρήκαν ποτέ χρόνο, ευκαιρία ή διάθεση να ξεφυλλίσουν το «Πνεύμα των νόμων», το δυσκοίλιο πόνημα που έγραφε επί τριάντα χρόνια εκείνη η φλωρούμπα ο Μοντεσκιέ. Το πρόβλημα είναι ότι ο Πολάκης και ο κάθε Πολάκης (διότι κουτσαβάκηδες εντοπίζουμε σε όλες τις παρατάξεις) πιστεύει ότι η εκούσια / ακούσια περιφρόνησή του προς την πεμπτουσία του ίδιου μας του πολιτεύματος, της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν αντικατοπτρίζει παρά την περιφρόνηση των ψηφοφόρων του, εκείνων που ενστερνίζονται την πεποίθηση ότι στην πολιτική «ουαί τοις ηττημένοις» μετά την εκλογική συντριβή του αντιπάλου πρέπει να «κλάψουν μανούλες» και να θυμίσουν οι νικητές στους χαμένους από πού πήρε το όνομά της η Πλατεία Κλαυθμώνος. Εκείνων που, αν κι επισήμως δεν έχουν πολιτογραφηθεί χρυσαυγίτες, στη ζούλα υιοθετούν πλήρως τα νεοναζιστικά νάματα. Αυτοί, αδέρφια, είναι πολλοί και ζουν ανάμεσά μας. Χωρίς αυτούς – πιστεύουν όσοι πάσχουν από το Σύνδρομο Πολάκη -, μεγάλο κόμμα προκοπή δεν κάνει.