Ο χρόνος έμοιαζε να έχει παγώσει. Το ξύλινο σκαρί κείτονταν στον βυθό σαν να είχε μόλις σαλπάρει από το λιμάνι. Το πηδάλιο βρισκόταν στη θέση του. Οι πάγκοι άθικτοι, σαν να περίμεναν τους κωπηλάτες τους… Το μόνο που μπορούσε να θυμίζει ότι κάποια ατυχία έχει χτυπήσει τούτο το εμπορικό σκαρί μήκους 23 μ. ήταν το κατάρτι του. Δεν έστεκε πλέον ολόρθο προς τον ουρανό, αλλά γερμένο στο πλάι. Κανείς από την ερευνητική ομάδα Θαλάσσιο Αρχαιολογικό Εγχείρημα της Μαύρης Θάλασσας (Black Sea Maritime Archaeogical Project) που αντίκρισε το θέαμα στα νερά της Μαύρης Θάλασσας δεν μπορούσε να πιστέψει την εικόνα που βρισκόταν μπροστά του. Ενα πλοίο, και μάλιστα αρχαιοελληνικό, σαν εκείνα που είχαν ώς τώρα δει να απεικονίζονται μόνο από το χέρι των ταλαντούχων αγγειογράφων της κλασικής εποχής στην επιφάνεια των ερυθρόμορφων αγγείων βρισκόταν ανέπαφο ενώπιόν τους. «Ενα άθικτο πλοίο της κλασικής εποχής σε βάθος 2 χλμ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας είναι κάτι που δεν πίστευα ποτέ πιθανό να συναντήσω» λέει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον Τζον Ανταμς. «Το εύρημα αυτό θα αλλάξει τον τρόπο που κατανοούμε την ναυπηγική και τη ναυσιπλοΐα στην αρχαιότητα, καθώς έχουν διασωθεί ελάχιστα τμήματα πλοίων αυτής της εποχής και κανένα αυτού του τύπου από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο» συνεχίζει ο αρχαιολόγος για το πλοίο που χρονολογείται στο 400 π.Χ. και καταχωρείται πλέον στην παγκόσμια βιβλιογραφία ως το αρχαιότερο άθικτο ναυάγιο που έχει βρεθεί ώς τώρα. Μέχρι σήμερα τα αρχαιότερα ναυάγια που έχουν βρεθεί έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 3.000 ετών, αλλά σώζονται τμηματικά.

Για το τελευταίο του ταξίδι εκτιμάται ότι κίνησε πιθανότατα από κάποια ελληνική αποικία στα παράλια της σημερινής Βουλγαρίας. Το γεγονός δε ότι το ναυάγιο εντοπίστηκε σε απόσταση 50 μιλίων (περίπου  80 χλμ.) από την ακτογραμμή δείχνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι «οι ναυτικοί στην αρχαιότητα δεν ταξίδευαν κοντά στις ακτές πηγαίνοντας από λιμάνι σε λιμάνι, αλλά προτιμούσαν να ταξιδεύουν στα ανοικτά».

Ανάλογα με τον καιρό, το πλοίο που είχε κυρίως εμπορικό χαρακτήρα χρησιμοποιούσε ως μέσο κίνησης είτε τον αέρα είτε τα κουπιά. Ωστόσο δεν αποκλείεται οι ναύτες του κάποιες φορές να ενεργούσαν και ως πειρατές κάνοντας περιορισμένης έκτασης επιθέσεις στους παράκτιους οικισμούς της Μαύρης Θάλασσας. Το φορτίο του παραμένει άγνωστο προς το παρόν, διότι το εσωτερικό του πλοίου είναι καλυμμένο από ιλύ και για την αποκάλυψή του θα χρειαστεί ένα νέο χρηματοδοτικό πακέτο και βεβαίως νέα αποστολή. Οσο για την αιτία βύθισής του εκτιμάται ότι πιθανότατα ήταν μια δυνατή θύελλα που δεν επέτρεψε στους ναύτες να αδειάσουν το νερό από το πλοίο εγκαίρως για να αποτρέψουν την τραγωδία.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΞΥΓΟΝΟΥ. Για ποιον λόγο όμως το συγκεκριμένο σκαρί κατάφερε να νικήσει τον χρόνο και να φτάσει αναλλοίωτο ώς τις μέρες μας; Η απάντηση κρύβεται στην έλλειψη οξυγόνου που παρατηρείται στη Μαύρη Θάλασσα σε βάθος μεγαλύτερο των 150 μ., γεγονός που επιτρέπει στο ξύλο να διατηρείται. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχε καταλήξει βορά των θαλάσσιων μικροοργανισμών, όπως πιθανόν ενδέχεται να έχει συμβεί με τις σορούς του πληρώματος, αν και οι επιστήμονες δεν αποκλείουν να εντοπίσουν υπολείμματά τους στα ιζήματα του περιβάλλοντος χώρου.

Η ανέλκυσή του εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκη και δαπανηρή εργασία. Ωστόσο ένα μικρό τμήμα του που αποσπάστηκε και μεταφέρθηκε στα εργαστήρια του Σαουθάμπτον για χρονολόγηση με άνθρακα ήταν αρκετό για να δείξει πως το πλοίο είχε ναυπηγηθεί περί το 400 π.Χ.

Ενα από τα στοιχεία που έχει εντυπωσιάσει τους αρχαιολόγους – πέραν της άριστης κατάστασης διατήρησης του πλοίου – είναι η ομοιότητα του πλοίου με εκείνο που απεικονίζεται σε ερυθρόμορφη στάμνο της πρώιμης κλασικής εποχής (480-470 π.Χ.) του λεγόμενου «Ζωγράφου των Σειρήνων». Στη συγκεκριμένη παράσταση εμφανίζονται τέσσερις άντρες να κωπηλατούν κι ένας  πηδαλιούχος να στέκεται στην πρύμνη ενός πανομοιότυπου πλοίου με αυτό που εντοπίστηκε στα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Στο κατάρτι του μάλιστα είναι δεμένος ο Οδυσσέας την ώρα που οι Σειρήνες πέφτουν από τα βράχια επειδή δεν κατάφεραν να τον μαγέψουν με το τραγούδι τους.

«Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ακριβής ήταν η απεικόνιση στο αγγείο, αφού δεν είχαμε σαφή εικόνα για το αν ο καλλιτέχνης επινόησε το πλοίο ή αντέγραψε κάτι που έβλεπε» σχολιάζει ο Τζον Ανταμς για το αγγείο που ανήκει στις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι το ελληνικό φορτηγό πλοίο του 400 π.Χ. είναι ένα από τα 67 ναυάγια της ελληνιστικής, ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου που έχει εντοπίσει η διεθνής αρχαιολογική ομάδα ενάλιων ερευνών κατά τη διάρκεια τριετούς προγράμματος και με τη συμβολή τηλεκατευθυνόμενου υποβρύχιου εξοπλισμού για τη χαρτογράφηση του τοπίου στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας κατά την αρχαιότητα και τη διερεύνηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής από την προϊστορική εποχή ώς σήμερα κατά μήκος των βουλγαρικών ακτών. «Η συγκέντρωση όλων αυτών των ναυαγίων θα μπορούσε να συγκροτήσει ένα από τα σημαντικότερα υποθαλάσσια μουσεία παγκοσμίως» εκτιμά ο καθηγητής Ανταμς, ο οποίος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να βρεθούν και παλαιότερα ναυάγια σε επόμενες έρευνες, καθώς έχει ερευνηθεί μόνο το 5% της υποθαλάσσιας περιοχής, στην οποία κατά την αρχαιότητα σημειωνόταν έντονη κινητικότητα πλοίων.