Είδα τις εικόνες με τον Κώστα Γαβρόγλου να κάθεται στο γραφείο του, μέσα σε ένα χάος από στοίβες χαρτομάνι και φακέλους (δηλαδή, εντάξει, να είναι καλά ο άνθρωπος, πρώτη φορά αισθάνθηκα οριακά τακτική και συμμαζεμένη) και περιτριγυρισμένο από δεκάδες όρθιους νταβραντωμένους εφήβους και νεαρούς που του φώναζαν, και σκιάχτηκα κάπως, δεν θα το κρύψω, κυρίως γιατί πάσχω από αυτό το κακό πράγμα που αυθορμήτως βάζω τον εαυτό μου στην εικόνα που βλέπω. Θα ήθελα να ήξερα πώς αισθάνθηκε, κυρίως επειδή είναι αυτός που τους λέει να είναι ένα «ρωμαλέο κίνημα» και τώρα βρέθηκε αντιμέτωπος, όχι μόνο με τη διακηρυγμένη επιθυμία του, αλλά και με μια επιχειρηματολογία εκ μέρους τους τόσο παλιά και βαρετή που αν δεν υπήρχε η επιθετικότητα στο περιστατικό θα μας προκαλούσε μονάχα χασμουρητά.

Αποκαλώ αυτή την πρώτη αυθόρμητη αντίδρασή μου στην εικόνα Γαβρόγλου ελάττωμα γιατί η απόσταση βοηθάει, είναι αυτή που δημιουργεί βάθος. Η απόσταση σου λέει, για παράδειγμα, ότι αυτό το οποίο είναι καφρίλα, είναι και τραμπουκισμός λίγο, είναι μια τυπική τελετουργία ομαδικής έκρηξης θυμού των νεοτέρων απέναντι στους μεγαλύτερους και σε αυτόν που εκπροσωπεί την εξουσία, την Αρχή.

Είναι ευχάριστο; Οχι. Είναι φοβερό; Ούτε. Ακόμη κι η υπερβολική αντίδραση του σκανδαλισμένου ενηλίκου δεν είναι πρωτοφανής, αυτή που γενικεύει και καταλήγει στην άποψη ότι οι νέοι δεν πρέπει να ζητούν, δεν πρέπει να διεκδικούν με συλλογικά αιτήματα, να πολιτικοποιηθούν, δεν πρέπει να επιτεθούν στους ενηλίκους (το οποίο δεν έχει την έννοια της φυσικής επίθεσης), ότι αν κάνουν τα παραπάνω θα γίνουν τρομοκράτες, τεμπέληδες, αποτυχημένοι, γραφικοί ενήλικοι που συζητούν ώς τα 70 τους για την αυτοοργάνωση πίνοντας ρακόμελο και καφέ παραγωγής Ζαπατίστας, ότι θα βγάλουν κέρατα και ουρά και θα πίνουν αίμα φιλελευθέρων. Είναι σχεδόν εγγενές χαρακτηριστικό η έλλειψη μέτρου στις «συγκρούσεις» και τις αγωνίες των γενεών, το «είστε η πηγή των προβλημάτων μας» απέναντι στο «πώς έγιναν έτσι τα παιδιά μας;».

Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ενδιαφέρον να το παρατηρείς. Για μένα πιο τρομακτικό από την τελετουργία της οργής του νέου (η οποία ώς ένα σημείο είναι και υγεία) είναι τα ίδια τα αιτήματα. Δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω σε αυτό. Θυμάμαι γελώντας τα αντίστοιχα δικά μου χρόνια και το σύντομο πέρασμα από τη φοιτητική πολιτικοποίηση και συνειδητοποιώ πως τώρα σκεφτόμαστε και συζητάμε καλύτερα και πιο φρέσκα από ό,τι στα 19 μας, όπου κόβαμε τον ομφάλιο λώρο μιμούμενοι ό,τι πιο βαρετό είχαν να μας προσφέρουν οι πρόγονοί μας – φυσικοί και πολιτικοί.

Διαβάζοντας κι ακούγοντας τις αντιδράσεις ημών των ενηλίκων, παθαίνω ένα «γεράσαμε, ρε σεις» και θέλω να κρυφτώ σε μια γωνίτσα και να κλάψω. Οι περισσότερες, οι καλοπροαίρετες σίγουρα, διακατέχονται από ανησυχία για την εξέλιξη των νέων αυτών. Κι αναρωτιέμαι: είμαστε αρκετά ειλικρινείς όταν ανησυχούμε για τους νέους μας;

Παρακολουθώ, ας πούμε, εδώ και χρόνια έναν δημόσιο διάλογο για το ασφαλιστικό σύστημα στο οποίο όλοι κόπτονται για το πώς θα ικανοποιηθεί ο τάδε κι ο δείνα συνταξιούχος (που, ΟΚ, κανείς λογικός άνθρωπος δεν χαίρεται με τις περικοπές) και δεν βρίσκεται ένας, ένας όμως, σε θέση ευθύνης κι επιρροής, να πει πως όλοι αυτοί που δήθεν τάχα μου πονάνε για τους νέους, συντηρούν μια κατάσταση στην οποία οι νέοι θα δουλεύουν για αστείους μισθούς πείνας και θα συντηρούνται μένοντας στο σπίτι των γονιών και εισπράττοντας χαρτζιλίκι. Λένε τους millennials τεμπέληδες ή κάφρους ή αδιάφορους ή απολιτίκ ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, κι όμως δουλεύουν πολύ με τις λιγότερες αποδοχές και, κυρίως, τις λιγότερες προοπτικές.

Δεν ξέρω ούτε έναν μη προνομιούχο νέο να σχεδιάζει τη ζωή του με την αυτοπεποίθηση των γονιών μας. Ξέρω πάρα πολλούς ενηλίκους όμως που ενώ βιάζονται να τα βάλουν με τους νέους συντηρούν οι ίδιοι το πρόβλημα. Τους ζητούν να εργαστούν σκληρά, αλλά τους στερούν τις ίσες ευκαιρίες και τους αντιμετωπίζουν με όρους επετηρίδας. Τους λένε να μη ζητάνε, τους λένε να χειραφετηθούν, αλλά βολεύει και να τους κρατάνε δεμένους στο τάπερ της μαμάς και στη σύνταξη του μπαμπά. Γιατί καλή η χειραφέτηση, αλλά μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Πάνω από όλα η ευπρέπεια, το κεφάλι κάτω και το παστίτσιο στα μικροκύματα. Παιδάκι είσαι ακόμη.

Πρόσεχε τι ζητάς

Αν μπορούσα να πιάσω έναν από αυτούς τους 17άρηδες, 19άρηδες στο γραφείο του Γαβρόγλου, θα του έλεγα ότι ο κόσμος αλλάζει τόσο γρήγορα πια, που το να ζητάς αυτά που ζητούσαν οι δικοί σου στα δικά τους τα νιάτα δεν το θες καν, απλώς δεν το ξέρεις ακόμα. Επίσης, ότι ο κόσμος της ενηλικότητας είναι κάπως χάλια και ότι δεν έχουν καθόλου άδικο να είναι θυμωμένοι, αλλά ότι, σε αυτήν τη φάση και με αυτόν τον παλιακό τρόπο, απλώς δεν είναι παραγωγικό. Και να σηκωθούν να φύγουν. Με τσατίζει πόσο πολύ το λέω αυτό τώρα τελευταία, ειδικά σε 20χρονα. Το περνάω σαν ήττα δική μου γιατί εγώ δεν έφυγα κόντρα σε κάθε λογική, καθαρά από πείσμα.