Η εικόνα του χάους, η ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού, άγνωστα λάθη με τον εγκλωβισμό πυροσβεστικών οχημάτων – ασθενοφόρων στο κυκλοφοριακό χάος της Λεωφόρου Μαραθώνος κι εκμυστηρεύσεις αξιωματικών της Πυροσβεστικής περιλαμβάνει αναφορά 13 σελίδων ενός αυτόπτη μάρτυρα που έχει ενταχθεί στη δικογραφία για την πύρινη λαίλαπα της 23ης Ιουλίου με τους 99 νεκρούς. Πρόκειται για ένα γλαφυρό, συγκεντρωτικό «χρονικό της φωτιάς» που έχει συνταχθεί από έναν δικηγόρο, κάτοικο της πυρόπληκτης περιοχής, ο οποίος αποτυπώνει όσα συνέβησαν τη μοιραία ημέρα και τις δραματικές παραλείψεις που υπήρξαν. Οπως αναφέρει αρχικά: «Είμαι κάτοικος στον Νέο Βουτζά από το 1971 κι έχω βιώσει όλες τις πυρκαγιές στην περιοχή μου, έχοντας συμμετάσχει με δικά μου μέσα ως εθελοντής, αρωγός, οδηγός και πυροσβέστης. Στις 4.15 περίπου, μετά το μεσημεριανό μας γεύμα, ο ουρανός μετά δυσκολίας διακρινόταν πλέον, ενώ πνιγόμασταν στα αποκαΐδια και τη στάχτη που έφερνε ο δυτικός άνεμος, ισχύος σταθερά μέχρι και τα πέντε μποφόρ. Με σχετική έκπληξη (λόγω των περί του αντιθέτου δηλώσεων στα δελτία και των καθησυχαστικών διαβεβαιώσεων της Πυροσβεστικής αλλά και της ουσιαστικής ανυπαρξίας κάθε έντονης μορφής αναστάτωσης, συναγερμού και προετοιμασίας) είδαμε ότι ερχόταν ανεξέλεγκτα μεγάλη φωτιά από την πλευρά της Καλλιτεχνούπολης».

Λίγο πιο μετά περιγράφει: «Αντιλαμβανόμενοι πλέον ότι θα κυκλωνόμασταν (για πρώτη φορά στα 40 χρόνια) από ισχυρότατη φωτιά και διαπιστώνοντας με τρόμο την παντελή ανετοιμότητα και την πρωτόγνωρη ανεπάρκεια πυροσβεστικών δυνάμεων και μέσων (επίγειων κι εναέριων) αποφασίσαμε την άμεση αποχώρηση. Συνέχισα μόνος τις μάταιες προσπάθειες να προστατεύσω την περιουσία μου και να περιορίσω τις ζημιές, ελπίζοντας και σε μια βοήθεια ίσως από πυροσβεστικά οχήματα, που παρέμειναν, όμως, κυριολεκτικά άφαντα. Από τις 5.30 περίπου επιχειρούσε μόνο ένα μεγάλο ελικόπτερο που μου φαινόταν όμως ασυντόνιστο αφού έριχνε νερό εδώ κι εκεί, δίχως σχέδιο. Του έκανα νοήματα πού να ρίξει, δίχως νόημα».

«ΧΑΟΤΙΚΗ». Στη συνέχεια υπάρχει αναφορά στην εικόνα που συνάντησε στη διασταύρωση της Λεωφόρου Μαραθώνος με τη Ραφήνα: «Η κατάσταση στη διασταύρωση ήταν απλώς χαοτική έως και τραγικά σουρεαλιστική. Εκεί βρήκα 5-6 χαμηλόβαθμους και νεαρούς αστυνομικούς μαζί με 3-4 εθελοντές πυροσβέστες και διασώστες να προσπαθούν να οργανώσουν την κίνηση των οχημάτων της “κρατικής μέριμνας και μηχανής” καταφανώς όμως δίχως κάποιο σαφές σχέδιο, άνευ συγκεκριμένων οδηγιών και χωρίς την παραμικρή ιδέα για την κρισιμότητα της κατάστασης. Απουσίαζε ανησυχητικά κάθε ένδειξη κι αίσθηση και ύπαρξη και λειτουργία ενός μηχανισμού για τον γενικό συντονισμό, με κάποιον έμπειρο αρμόδιο παράγοντα που θα έπρεπε να είχε πλήρη και σφαιρική εικόνα για όλα τα τραγικά τεκταινόμενα». Αξια ειδικής αναφοράς είναι όσα μνημονεύει ο αυτόπτης μάρτυρας για τα εγκλωβισμένα πυροσβεστικά οχήματα κι ασθενοφόρα επί της Λεωφόρου Μαραθώνος. Οπως υπογραμμίζει, «επί τρεις ώρες σχεδόν ακούγαμε σειρήνες και διακρίναμε φανούς από τα οχήματα εκτάκτου ανάγκης και ασθενοφόρα, πυροσβεστικές, υδροφόρες και περιπολικά δεν βλέπαμε, αφού αυτά όλα περίμεναν να περάσουν τον κόμβο της διασταύρωσης όντας εγκλωβισμένα τελείως από το κυκλοφοριακό χάος. Τα πρώτα πυροσβεστικά οχήματα (μια ομάδα περίπου οκτώ οχημάτων) κατόρθωσαν να διαβούν τον κόμβο στις 9.50 μ.μ.».

«ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΟΙ». Ο ίδιος σημειώνει λίγο αργότερα: «Γύρω στις 7.30 περίπου και βλέποντας το συνεχιζόμενο χάος που τελειωμό δεν είχε και τη φωτιά να καίει αμείωτα, πήγα σε αξιωματικούς της Αστυνομίας και τους σύστησα δηλώνοντας τη δικηγορική μου ιδιότητα να ζητήσουν την άμεση κήρυξη της όλης περιοχής και δη αυτού του λιμανιού σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Με κοίταξαν σαν να έχω κατέβει από τον πλανήτη Αρη, ενώ την ίδια στιγμή μού απάντησαν σαστισμένοι ότι δεν υπήρχε ακόμη γενικός συντονιστής ούτε ελικόπτερο». Τέλος, στην αναφορά του περιγράφει τι είδε για την επιχείρηση «διάσωσης» από τη θάλασσα, όπου, όπως λέει, «υπήρχε μόνο ένα δυσδιάκριτο πολεμικό πλοίο να ψαρεύει στα θολά, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε μια κατάμαυρη θάλασσα».