Με κάθε ειλικρίνεια, δεν θα περίμενα ότι εγώ που ποτέ δεν υπήρξα ιδιαίτερος θαυμαστής του θεάτρου σκιών θα έδειχνα τώρα που μεγάλωσα ενδιαφέρον γα τον Καραγκιόζη. Θυμάμαι κάτι ασπρόμαυρα στιγμιότυπα από μεταδόσεις της κρατικής τηλεόρασης στη δεκαετία του 1970 και του 1980, αλλά ώς εκεί. Αν παρακολούθησα ποτέ παράσταση Καραγκιόζη ως παιδί, η εμπειρία είναι παντελώς σβησμένη από τη μνήμη μου.
Ομως τώρα τελευταία έχω αρχίσει και αντιμετωπίζω το θέμα διαφορετικά, στ’ αλήθεια αυτός ο βραχύσωμος καραφλός μασκαράς του οποίου το ένα χέρι – σαν άπληστος εκσκαφέας μπουλντόζας – είναι διπλάσιο από το άλλο, έχει αρχίσει να μου κινεί την περιέργεια. Μόνο που ο λόγος γι’ αυτό το ενδιαφέρον δεν οφείλεται τόσο στον ίδιο τον ήρωα, όσο σε έναν καραγκιοζοπαίχτη.
Τον Λευτέρη Χρυσοβιτσάνο.
Ο Λευτέρης είναι γιος της Μαρίκας και του Γιώργου, καλών συναδέλφων και κυρίως φίλων, αν και η σχέση τους μαζί μου δεν αφορά αυτό το κείμενο. Είναι – δεν είναι 11 χρονών, ο καινούργιος φίλος μου ο Λευτέρης με παγιδεύει διαρκώς με τις απίστευτες λεπτομέρειες όχι μόνο για τον Καραγκιόζη, αλλά και για τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, πολλοί από τους οποίους «παίζουν» στις ιστορίες του. Αναφέρεις στον Λευτέρη ένα όνομα, οποιοδήποτε όνομα, κι εκείνος αρχίζει ένα κατεβατό από πληροφορίες. Ξέρει τα πάντα (και με τρομερές λεπτομέρειες) για τον Διάκο, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Κολοκοτρώνη, την Μπουμπουλίνα, τον Μπότσαρη, τον Αλή Πασά και πάει λέγοντας.
Ενίοτε μου βάζει ιστορικά κουίζ με τα οποία κομπιάζω και ιδρώνω, γιατί συνήθως αδυνατώ ν’ απαντήσω. «Ελα, θα σου κάνω μια εύκολη ερώτηση» μου λέει ενθαρρυντικά και μετά με ρωτά «ποια είναι η πρώτη επίσημη παράσταση Καραγκιόζη στην Ιστορία του θεάτρου σκιών»; Και εγώ τον κοιτάζω με το γουρλωμένο μάτι του ψαριού εκτός νερού γιατί διάλοε, όχι, δεν θυμάμαι ότι όπως μου είχε ο ίδιος πει η πρώτη παράσταση είναι το all time classic «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι»!
Οι γονείς του βρίσκονται σε παρόμοιο αδιέξοδο, ειδικά ο πατέρας του. Σηκώνει τα χέρια ψηλά από τις ερωτήσεις που δέχεται σε ρυθμό μυδραλιοβόλου και τον καταλαβαίνω απολύτως. Οταν ήμουν στην ηλικία του Λευτέρη ο νονός μου μού είχε κάνει δώρο ένα τρίτομο βιβλίο των εκδόσεων Εστία για τον Καραγκιόζη. Αργότερα έμαθα ότι τα βιβλία είναι κλασικά επί του θέματος γι’ αυτό και με την σειρά μου το χάρισα στον Λευτέρη. Σε μια εβδομάδα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το περιεχόμενό τους· εγώ δεν τα ‘χα ανοίξει ποτέ στη ζωή μου, εκτός ίσως για να χαζέψω τις φιγούρες. Μιλώντας για φιγούρες, εδώ και χρόνια ο Λευτέρης φτιάχνει τις δικές του φιγούρες, το δωμάτιό του είναι γεμάτο από αυτές, ενώ από τον περασμένο Ιούνιο κάνει τις δικές του παραλλαγές, συν τω ότι δουλεύει ως βοηθός στο πλευρό του επαγγελματία καραγκιοζοπαίκτη Κωνσταντίνου Κουτσουμπλή στο Θέατρο 104 (η φωτογραφία που δημοσιεύουμε είναι φιγούρα του Καραγκιόζη που έφτιαξε ο Λευτέρης).
Η ομορφιά σε όλο αυτό; Ο Λευτέρης δεν είναι ένα παιδί «κολλημένο» με το παρελθόν του Καραγκιόζη. Αντιθέτως, είναι άσος στον χειρισμό της ταμπλέτας, του κομπιούτερ και του smartphone, εργαλεία που τον βοηθούν να εμπλουτίζει τις γνώσεις του για το πάθος του. Τέλος, διατηρεί κανάλι στο ΥouΤube (Chrisovitsanos), όπου μαζί με τον φίλο του τον Παναγιώτη έχει ανεβάσει περισσότερες από 100 παραστάσεις Καραγκιόζη. Προς τιμήν του Λευτέρη, παραδέχεται ότι ήταν ο Παναγιώτης εκείνος που τον ώθησε στην «κουλτούρα» της Ελληνικής Επανάστασης, γιατί ώς τότε «ήμουν περισσότερο με την αρχαιότητα, τον Αχιλλέα, τον Θησέα κ.λπ.».
Ξέρω ότι ο Λευτέρης δεν είναι το μόνο παιδί που ασχολείται σήμερα με την παράδοση του Καραγκιόζη και θεωρώ πολύ αισιόδοξο το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά παιδιά στην ηλικία του που επίσης ασχολούνται. Δεν ντρέπομαι να πω ότι τον αντιμετωπίζω με θαυμασμό – ορισμένες φορές ίσως και με μια δόση ζήλειας. Δεν ντρέπομαι να παραδεχθώ ότι ορισμένες φορές με κάνει να ντρέπομαι, γιατί με όχημα τον Καραγκιόζη ο Λευτέρης στα 11 χρόνια του έχει μάθει περισσότερα για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 απ’ όσα εγώ έχω μάθει ώς τώρα.
την πατρίδα του και την Ιστορία της συγκριτικά με όλους εκείνους που θεωρούν εαυτούς πατριώτες επειδή βγάζουν από τη ναφθαλίνη την ελληνική σημαία και την ορθώνουν
στα μπαλκόνια τους κάθε 25η Μαρτίου και κάθε 28η Οκτωβρίου.