Παλαιότερα σε έβλεπα πιo συχνά. Tο ίδιο όνειρο ερχόταν ξανά και ξανά, άλλοτε σαν βασανιστήριο και άλλοτε σαν λύτρωση.

Πηγαίναμε στον δρόμο για το Κιλκίς. Ηταν μια υπέροχη ηλιόλουστη ημέρα – και οι δύο αδελφές χαρούμενες και ευδιάθετες, με υπέροχη διάθεση.

Μιλούσαμε για αγγέλους. Ξέρω πως δεν πολυπιστεύεις σε αυτά – σου έλεγα όμως, έχω κάποιες εμπειρίες που νομίζω συχνά στη ζωή μου υπάρχει μια παράξενη προστασία που την ονομάζω αγγελική.

«Ισως» μου έλεγες «αλλά εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Ιατρική σπούδασα». «Μα, ίσα-ίσα, έχεις σπουδάσει τα θαύματα» απάντησα…

Και τότε στη στροφή του δρόμου βλέπω κάτι μεγάλο κόκκινο να έρχεται κατ’ επάνω μας.

Μας απειλεί. Θέλω να φωνάξω, μα δεν μπορώ. Απλά στρίβω το τιμόνι και μπαίνω σε ένα χωράφι.

Τα μάτια μου είναι σφιχτά κλεισμένα και μια φωνή δυνατά μου λέει να χαλαρώσω, να μην αντισταθώ, να είμαι ήσυχη.

Λίγο μετά το αυτοκίνητο σταματά. Βρισκόμαστε στη μέση ενός χωραφιού πανέμορφου, φρεσκοθερισμένου. Την ησυχία σπάει το τιτίβισμα πουλιών.

«Μαρία, γιατί δεν μιλάς;» ρωτάω.

Γυρνάω και σε βλέπω, αδελφή μου, καθισμένη δίπλα μου μες στα αίματα. Μου λες «Σόνια μου, θα φύγω». «Οχι μόνη σου» φωνάζω. «Θα  έρθω και εγώ». Φοβάμαι να σε αγκαλιάσω μη σε πονέσω. Συνόδεψέ με, μου λες… Αιωρούμενες βγαίνουμε από το αμάξι και προχωρούμε στο χωράφι προς τον δρόμο. Μα όταν φτάνουμε στον δρόμο μάς περιμένει μια έκπληξη.

Εκεί που ήταν ο δρόμος είναι πλέον θάλασσα και πάνω στη θάλασσα κάθονται πανέμορφοι άγγελοι που έχουν όλοι πρόσωπα συγγενών και φίλων. Γυρνάς, με κοιτάς και μου λες.

«Αυτή την έκπληξη μου φύλαγες;».

Και να και η μητέρα μας. Μας αγκαλιάζει με τα χέρια της τα απαλά και τα γλυκά.

Παίρνει τη Μαρία κοντά της. Την πλένει.

Ακούω που τη νανουρίζει με τη γλυκύτερη μελωδία που έχω ακούσει.

Τότε γυρνάει σε μένα και λέει: «Φύγε εσύ, Σόνια μου.

Εσύ δεν χρειάζεται να μείνεις εδώ. Εγώ την προσέχω τώρα. Να, κοίτα, πάμε στο φως»…

Και σιγά-σιγά σηκώνεται ένα ελαφρό κύμα και παίρνει όλους τους αγγέλους ψηλά μαζί με τη Μαρία μας. Τα ξανθά της μαλλιά λάμπουν στον αέρα και τα ρούχα της πέφτουν από επάνω της ένα προς ένα.

Ο πόνος φεύγει από το πρόσωπό της και μου χαμογελά. «Τραγούδα» μου φωνάζει και εγώ τότε τραγουδώ. Βγάζω ήχους και κλαίω.

Κλαίω και φωνάζω «σ’ αγαπώ» και εκείνη με τη μητέρα χάνονται σε ένα υπέροχο χρυσό σύννεφο.

Μένω κάτω στην ακρογιαλιά με την επίγνωση πως με εγκατέλειψαν.

Νιώθω απέραντη μοναξιά και φόβο. Εχασα την αδελφή μου. Δεν έχω μάνα, ούτε πατέρα και τόσοι πολλοί συγγενείς και φίλοι έφυγαν. Είμαι τόσο μόνη. Απέραντα μόνη. Θέλω να κλάψω μα δεν βγαίνει πια δάκρυ, παρά αναδύεται από μέσα μου μια μακρόσυρτη κραυγή πόνου δυνατή, πολύ δυνατή και ακούγεται σαν ηχώ στο πέλαγος. Και τότε ακούω ένα δυνατό φτερούγισμα και πριν προλάβω να δω τι είναι, δύο τεράστιες φτερούγες με αγκαλιάζουν και βρίσκομαι καθισμένη στο πιάνο του σπιτιού μου να παίζω την αγαπημένη μου άρια. Ebben ne andro lontana…

Πάνω στο πιάνο η φωτογραφία της Μαρίας μας. Χαμογελάει! Ανοίγει η πόρτα και βλέπω τον Θεόδωρο, τον άνδρα μου, και τον Μαξιμίλιαν, τον γιο μας, να με κοιτούν. Ο Μάξι λέει: «Μάνα, πάλι όνειρο έβλεπες;».

Σηκώνομαι και τους αγκαλιάζω…

Λύτρωση.

Η Σόνια Θεοδωρίδου είναι λυρική τραγουδίστρια. Απόψε στις 20.30 ερμηνεύει στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσό» το κονσέρτο «Αριες Μπαρόκ» με την ορχήστρα Mobile σε μουσική διεύθυνση του Θόδωρου Ορφανίδη.