Κάθε δουλειά έχει τις χαρές και τις συγκινήσεις της (αν βέβαια την αγαπάει αυτός που την κάνει) αλλά το δέος του αρχαιολόγου όταν ανακαλύπτει ένα άθικτο ναυάγιο δυόμισι χιλιάδων χρόνων είναι, νομίζω, σπάνιο συναίσθημα. Σαν να έχεις μπει σε μια χρονοκάψουλα που σε ταξιδεύει στο παρελθόν. Ας μπούμε λοιπόν κι εμείς μέσα κι ας πάμε εκεί γύρω στο 400 π.Χ.
Τα ελληνικά πλοία ταξιδεύουν στις θάλασσες όλου του γνωστού τότε κόσμου. Το εμπόριο έχει φτάσει ήδη στην ακμή του. Και εκτός από τον πλούτο που έχει φέρει, έχει καλλιεργήσει κάτι ακόμη. Το συνεπακόλουθο της ναυτοσύνης, είτε αυτή αναφέρεται στις τριήρεις εκείνης της εποχής είτε στις μπρατσέρες και τις φρεγάτες, τα καΐκια και τα ατμόπλοια των κατοπινών χρόνων. Εννοώ την εξωστρέφεια των ανθρώπων. Τη συνείδηση ότι ο κόσμος δεν τελειώνει εκεί όπου σταματά ο ορίζοντας του βλέμματός τους. Την επίγνωση ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, άλλοι πολιτισμοί, άλλες κουλτούρες, άλλα ήθη. Κι αυτό κάνει τα στερεότυπα να ραγίζουν και να καταρρέουν, τις βεβαιότητες να διαλύονται. Το μυαλό να ανοίγει όπως λέμε με απλά λόγια.
Από την άλλη, την ίδια περίοδο έχουμε τη μεγάλη ακμή των γραμμάτων και των τεχνών του 5ου π.Χ. αιώνα. Το θέατρο, η φιλοσοφία, οι επιστήμες μπήκαν σε βάσεις στις οποίες επιστρέφουμε συνεχώς μέχρι σήμερα. Εκεί όπου υπάρχουν απαντήσεις για ερωτήσεις που διατυπώθηκαν πολλούς αιώνες αργότερα. Απλή σύμπτωση; Νομίζω ότι η Ιστορία του πολιτισμού δεν αγαπά τις συμπτώσεις. Μήπως πρόκειται λοιπόν για τη συνισταμένη αυτών των δύο παραγόντων; Της ευμάρειας και της εξωστρέφειας; Με βασική προϋπόθεση τη δημοκρατία; Διά της αντιστρόφου οδού, αυτό δεν μας διδάσκει και ο Μεσαιώνας; Κοινωνίες που καταπιέζονται, που εξαντλούνται στην ομφαλοσκόπηση, που περιμένουν τα κρατικά ψιχία για να χορτάσουν, δεν έχουν περιθώρια πνευματικής ακμής. Αν και, θεωρητικά, η τέχνη είναι στον αντίποδα του εμπορίου, πολύ συχνά προχωρεί και εξελίσσεται με τα δικά του φουσκωμένα πανιά.