Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι εξαιρετικά παραγωγική. Παράγει πρωτίστως κλασικά προϊόντα: αυταρχισμό και περιφρόνηση των θεσμών, κλειστούς ορίζοντες στην οικονομία και περίεργο αριστερό παρακράτος, προβοκάτορες εξουσιαστές τύπου Καμμένου και έναν πρωθυπουργό που αυτοκαταργείται όταν δηλώνει ότι δεν θα ανεχθεί τη διγλωσσία και την επόμενη μέρα αναγκάζεται να την ανεχθεί. Παράλληλα, στο όνομα της συνταγματικής μεταρρύθμισης προετοιμάζει αποσταθεροποίηση (ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται) – αν προλάβει και δεν έχει υπάρξει καμιά ανάφλεξη στο Αιγαίο με την Τουρκία, από επιπολαιότητα και ασχετοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κυβερνητικά στελέχη τα οποία, μολονότι έχουν συμβάλει στον ευτελισμό και στην απαξίωση της πολιτικής, συνεχίζουν να παριστάνουν τους σοφολογιότατους. Πιο σοφολογιότατος από τους άλλους, αυτή την περίοδο, είναι ο υπουργός Κώστας Γαβρόγλου. Ο οποίος, μετά την εισβολή των νεαρών που κανιβάλισαν το νεκρό εκπαιδευτικό σύστημα στο γραφείο του, θυμήθηκε την κοινωνιολογία της πεντάρας, ανάλογη των φλύαρων αναλύσεων που έχει υπογράψει στην «Αριστερά σήμερα», στο «Κάπα» ή στο «Βήμα Ιδεών» – αναλύσεων που δεν τις θυμάται κανένας. Και μολονότι πολιτικός, υπεύθυνος δηλαδή για το χάλι του τομέα στον οποίο προΐσταται, αποφάσισε να το παίξει φίλος των άναρθρων καταληψιών:
«Εγώ μένω στα παιδιά, που εκφράζουν έναν θυμό και ένα αδιέξοδο. Αν διώξουμε τις εικόνες και τις ανοησίες που γράφονται, πρέπει να δούμε γιατί εκφράζουν θυμό με τον τρόπο που τον εκφράζουν».
Ο κοινωνιολόγος υπουργός διερωτάται γιατί τα παιδιά εκφράζουν θυμό. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι τα παιδιά παριστάνουν ότι εκφράζουν θυμό, επειδή είναι φτιαγμένα από τα ίδια υλικά με εκείνον. Με υλικά που επικοινωνούν μόνο με μία πραγματικότητα, εκείνη της κομματικής ομερτά.
Με την υπερβατική ιδέα μιας επανάστασης που δήθεν θα είναι ταυτόσημη με τον παράδεισο. Με την αίσθηση της τσάμπα μαγκιάς του πολιτικοποιημένου αριστερού, αφού καμία πράξη δεν έχει συνέπειες. Με την αλαζονεία του κομματικού εγκάθετου, την πεποίθησή του ότι η κομματική ή η συνδικαλιστική ταυτότητα δημιουργεί προνομίες. Με την ουσιαστική περιφρόνηση στη γνώση, κάτι που ήταν ευνόητο αν άκουγες τον τρόπο με τον οποίο οι εισβολείς εκφράζονταν. Με τη διεκδίκηση, απλώς, του συνδικαλιστικού βολέματος στην κρατική αγκαλιά – με τη διεκδίκηση, δηλαδή, της μόνης πραγματικής αριστερής ουτοπίας, του κρατισμού. Της ουτοπίας που υπηρετεί ο υπουργός.
Ποιος θα το ‘λεγε ότι θα ερχόταν η ώρα που θα νοσταλγήσουμε τον Αριστείδη τον Μπαλτά.