Περί της εθνικής ομάδας και του προπονητή της ο λόγος. Εννιά χρόνια πίσω. Τελειώνει η προπόνηση. Ο Οτο Ρεχάγκελ φωνάζει τον Πατσατζόγλου: «Δεν σε βλέπω καλά. Εχεις κάτι; Μήπως εκεί στον Ολυμπιακό δεν σε βάζουν να παίζεις»; Κάγκελο ο ποδοσφαιριστής. Ξεροκατάπιε, βρήκε μία δικαιολογία και το ξεπέρασε. Τι να του έλεγε δηλαδή; «Μίστερ, έχω φύγει από τον Ολυμπιακό και παίζω στην Κύπρο, στην Ομόνοια»; Στην ταινία «Μάικ Μπάσετ: απατεώνας ή ιδιοφυΐα» να το έβλεπες θα το θεωρούσες υπερβολή. Η οποία θα πρέπει να πούμε «πάταγε» πάνω στον Αλκέτα Παναγούλια και το 4-4-2 της Εθνικής Ελλάδος στο Μουντιάλ του 1994 (τέσσερα γκολ από την Αργεντινή, τέσσερα από τη Βουλγαρία, δύο από τη Νιγηρία). Λεπτομέρεια: Οταν έναν χρόνο νωρίτερα ο Τραϊανός Δέλλας έπαιζε στην Ανόρθωση, ο Γερμανός σταμάτησε να τον καλεί: «Δεν είναι δυνατόν ποδοσφαιριστής που παίζει στην Κύπρο να είναι στην Εθνική Ελλάδος». Ο Πατσατζόγλου ήταν τυχερός. Αγνοώντας ο Ρεχάγκελ ότι παίζει στην Κύπρο ήταν στην αποστολή για το Μουντιάλ του 2010 στη Νότια Αφρική.

Κριτική

Ιστορία Νο 2. Με τις ώρες στο ξενοδοχείο που αποσύρεται η αποστολή να μην περνάνε, η κουβέντα πάει κάποια στιγμή στις εφημερίδες. Η ομάδα δεν έχει καλά αποτελέσματα και η κριτική είναι έντονη. Οπότε παίρνει τον λόγο ο Ρεχάγκελ: «Αυτός που γράφει, μπορεί αύριο να βάλει γκολ και να κερδίσουμε το παιχνίδι; Μπορεί να σώσει ένα γκολ και να μη χάσουμε; Δεν μας ενδιαφέρει. Ας γράφει ό,τι θέλει». Κι αυτό ήταν κάτι που προσπαθούσε να εμφυσήσει και στους ποδοσφαιριστές: «Μην ασχολείστε με τον Τύπο». Αυτό ακριβώς ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στον Ρεχάγκελ. Είχε καταλήξει σ’ έναν κορμό 18-22 ποδοσφαιριστών και τέλος. Ζούσε στη Γερμανία. Δεν τον ενδιέφερε τι γινόταν στην Ελλάδα. Δεν είχε καμία σχέση με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν διάβαζε εφημερίδες. Δεν τον ενδιέφερε ποιος είχε επιρροή στην ΕΠΟ. Ποιος έλληνας προπονητής μπορεί να μην επηρεάζεται από τα γύρω γύρω; Αν θα δυσαρεστηθεί ο Ολυμπιακός, αν θα θυμώσει ο ΠΑΟΚ που έχει «δικό του» πρόεδρο στην Ομοσπονδία.

Βλαχοδήμαρχοι

Πάμε λοιπόν εκ των πραγμάτων σε ξένο και σε μία διαδικασία επιλογής, που θυμίζει λαχείο. Οταν η Εθνική με προπονητή της αξίας του Κλάουντιο Ρανιέρι έφτασε στην εσχάτη απαξίωση. Κι όταν οι βλαχοδήμαρχοι (μετά συγχωρήσεως) που θα τραβήξουν τον κλήρο δεν έχουν αποφασίσει για προπονητή ούτε της Δόξας Κρανούλας. Πάμε τώρα στους ποδοσφαιριστές. Ενόψει του ημιτελικού με την Τσεχία στο Euro του 2004 οι αθλητικογράφοι διατυπώνουν στους παίκτες το σύνηθες ανόητο σκεπτικό: «Εδώ που φτάσατε δεν έχετε να χάσετε τίποτα». Με τον Γιώργο Καραγκούνη να τους λέει τα αυτονόητα: «Εχουμε να χάσουμε πολλά. Τη συμμετοχή μας στον τελικό. Τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε το Ευρωπαϊκό. Θα έχουμε τέτοια δεύτερη ευκαιρία στην καριέρα μας»;

Δεν ήταν μόνο αυτή καθαυτή η ποδοσφαιρική αξία του Δέλλα, του Κατσουράνη, του Καραγκούνη, του Ζαγοράκη και των λοιπών διεθνών. Ηταν πάνω απ’ όλα η προσωπικότητά τους. Δεν είναι μόνο ότι σήμερα δεν υπάρχουν ποδοσφαιριστές ανάλογης ποιότητας. Αυτή είναι μία πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει και η δεύτερη, που είναι εξίσου σημαντική. Δεν υπάρχουν προσωπικότητες. Στα αποδυτήρια και στον αγωνιστικό χώρο. Που θα βάλουν το στίγμα τους, το αποτύπωμά τους. Ανεξάρτητα από τα προσόντα τους. Ενας Ιεροκλής Στολτίδης π.χ. Που δεν ήταν ούτε Κατσουράνης, ούτε Ζαγοράκης. Με μόλις 16 συμμετοχές στην Εθνική, αλλά πάνω από 400 στα 19 χρόνια καριέρας στην Α’ Εθνική. Υπόδειγμα συνέπειας και επαγγελματισμού. Με την απόδοσή του πάντα στο 100% των δυνατοτήτων του. Πόσοι σαν τον Στολτίδη υπάρχουν σήμερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο και κατ’ επέκταση στην εθνική ομάδα;