Υπάρχουν συναντήσεις στη ζωή μας που μας καθορίζουν σχεδόν αποφασιστικά χωρίς ποτέ να έχουμε υποψιαστεί τον χρόνο ή τις συνθήκες που μέσα τους θα συνέβαινε κάτι ανάλογο. Αντίθετα οργανώναμε τις συναντήσεις που υποτίθεται θα είχαν για τη ζωή μας έναν καθοριστικό χαρακτήρα για να αποκομίσουμε, ενώ είχαν πραγματοποιηθεί, μια βαθιά απογοήτευση σε βαθμό μάλιστα να νιώσουμε κάθε σχετική φιλοδοξία να μην υφίσταται πια και να έχουμε εναποθέσει στην τύχη την προοπτική μιας συνάντησης που θα σήμαινε για μας αν όχι μια αποκάλυψη, τουλάχιστον μια διαρκή συγκίνηση.

Ποιος θα πίστευε άραγε ότι η ολιγόλεπτη «συνάντηση» με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ (συνοδευόταν από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ) στην οδό Πανεπιστημίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που μας είχε προκαλέσει τόση ταραχή ώστε να σπεύσουμε στο παρακείμενο γραφείο του ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Τομές» Δημήτρη Δούκαρη προκειμένου να τον ενημερώσουμε για το «θαύμα» που ιδίοις όμμασι είχαμε «ψηλαφήσει» στην κεντρικότατη αυτή αθηναϊκή αρτηρία, θα ωχριούσε σε σχέση με τη συνάντηση με μια άλλη γυναίκα στο ίδιο ακριβώς σημείο αυτής της λεωφόρου; Μια γυναίκα μάλιστα καθόλου αναγνωρίσιμη, εκτός και αν είχε συμβεί να την προσέξει κανείς όταν, λίγα χρόνια προηγουμένως, αργά τη νύχτα, εκδιδόταν σε έναν δρόμο των Εξαρχείων, μια γυναίκα από τότε κουρασμένη που έδινε την εντύπωση ότι περισσότερο από συνήθεια καταλάμβανε κάθε βράδυ το πόστο της παρά γιατί συμμετείχε, έστω και ελάχιστα, σε μια προοπτική απόλαυσης όπως τουλάχιστον υποσχόταν η συνεύρεση μαζί της.

Και όπως συμβαίνει με όλους και θυμόμαστε τους ανθρώπους που έχουν χαθεί όταν τους ξαναβλέπουμε, έστω και αν αναρωτιόμασταν μέσα μας γιατί άραγε δεν τους συναντούμε πια, υπήρξε ένα πραγματικό ταρακούνημα η αναγνώρισή της στο σημείο που κάποτε μας είχε καθηλώσει η Σιμόν ντε Μποβουάρ, να πουλάει τώρα χαρτομάντιλα, χωρίς καθόλου να έχει αλλάξει η συμπεριφορά της σε σχέση με τη βαριεστημάρα που απέπνεε ενώ εκδιδόταν στον δρόμο των Εξαρχείων. Δεν ήταν το ταρακούνημα που το προκάλεσε μια αλλαγή ή γιατί υπήρχε η οποιαδήποτε ένσταση για την αλλοτινή της δουλειά σε σχέση με τη σημερινή. Ο τρόπος με τον οποίο βιοπορίζεται ο κάθε άνθρωπος είναι απολύτως σεβαστός και όποιος φαντάζεται πως υπάρχει η ελαχιστότερη διαφορά ανάμεσα στον διευθυντή μιας τράπεζας και σε μια εκδιδόμενη γυναίκα (υπάρχουν διαφορές αλλά δεν είναι ηθικής τάξεως) κακό του κεφαλιού του.

Το ταρακούνημα υπήρξε γιατί μια ανθρώπινη παρουσία απτή και συγκεκριμένη μας επέτρεπε να συμμετέχουμε παρατηρώντας την στο «θαύμα» που συνιστά κάθε αλλαγή, να γινόμαστε χωρίς να το έχει επιδιώξει η ίδια μάρτυρες του «απροσδόκητου» που συνιστά ο κάθε άνθρωπος, όπως ακριβώς ο πυρηνικός επιστήμονας ή ο περιώνυμος χειρουργός, χωρίς κανείς να το έχει υποψιαστεί, εγκαταλείπει την έρευνα, την οικογένειά του και τα αξιώματα και ντύνεται το ράσο του μοναχού.

Τι θαύμα αλήθεια και αυτό! Αγνωστοί μας που δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά τους να μας παρηγορούν με τις αλλαγές που αναγνωρίζουμε στις ζωές τους, όταν φίλοι και γνωστοί έχουν πετρώσει εσωτερικά σε τέτοιο βαθμό ώστε οτιδήποτε και αν τους συμβεί σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο, ανήκουστο, αποκαλυπτικό, δεν πρόκειται να μετακινηθούν το ελάχιστο σε σχέση με όσα πιστεύουν και κυρίως διαλαλούν.