Στο πιθανό ερώτημα σε ποιο θέμα η Ελλάδα έχει απολύτως διακριτή παρουσία έναντι οποιασδήποτε άλλης χώρας του κόσμου, η απάντηση είναι εξαιρετικά εύκολη: στην ανομία και την παραβατικότητα μέσα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Η κατάσταση τα τελευταία χρόνια μπορεί να χαρακτηριστεί εκτός παντός ορίου. Ορισμένοι νομίζουν ότι μπορεί να επανέλθει η νομιμότητα στα ιδρύματα με τη μη αναφορά του νόμου στην έννοια του ασύλου. Ομως από τότε που διεγράφη η έννοια του ασύλου από τον νόμο, το 2011, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα, γιατί κανείς δεν θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο να αντιμετωπίσει το θέμα, ούτε η πανεπιστημιακή κοινότητα, ούτε η Δικαιοσύνη, ούτε οι δυνάμεις καταστολής.
Το ακαδημαϊκό άσυλο, όπως διατυπώθηκε στον νόμο 3549/2007, άρθρο 3, αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και για την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΑΕΙ και των εργαζομένων σε αυτή, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει και καλύπτει τους χώρους των ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα. Επομένως η αναγνώριση της έννοιας του ασύλου όπως ισχύει σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου δεν έχει καμία σχέση, ούτε προκαλεί τις έκνομες ενέργειες διαφόρων ομάδων. Αυτό που επιτείνει το πρόβλημα της ανομίας και έχει καταστήσει τα ιδρύματα φωλιές παρανόμων ομάδων υπό τον έλεγχο των αυτοαποκαλούμενων αντιεξουσιαστών, είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημα.
Η αναγκαία λύση δεν θα έρθει υπό όρους αυτοδικίας της φοιτητικής κοινότητας ή και της πανεπιστημιακής, που πλήττονται ευθέως στο έργο τους από την αθλιότητα που κυριαρχεί σε ορισμένες σχολές ιδιαίτερα. Το οργανωμένο έγκλημα και ιδιαίτερα η εμπορία ναρκωτικών έχουν βρει την καλύτερη κάλυψη μέσα στα ιδρύματα και όσο βλέπουν κυβερνητική αβουλία τόσο πανηγυρίζουν για τη δωρεάν προστασία που τους παρέχεται.
Ισως βέβαια η κατάσταση αυτή συνδέεται και με τον γενικότερο τρόπο που μερίδα του ελληνικού λαού έχει κατά καιρούς αντιμετωπίσει ορισμένες καταστάσεις, χωρίς ορθολογισμό, σε σύνδεση με περίεργες εκτιμήσεις του παρελθόντος και το χειρότερο σε σχέση με την εξέγερση του Πολυτεχνείου εναντίον μιας δικτατορίας, ενώ οι παρανομίες του σήμερα τελούν υπό συνθήκες δημοκρατίας.
Οσο οι παράνομες ομάδες αφήνονται να δρουν δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της δήθεν εκτόνωσης μέσα στους συγκεκριμένους χώρους – διαφορετικά θα αποτελούσαν αντάρτικο πόλεων κατά τη γνώμη ορισμένων – τόσο η κατάσταση θα γίνεται χειρότερη. Το θέμα είναι ότι οι ακραίες και διεφθαρμένες ομάδες επιτίθενται εναντίον του συνόλου της κοινωνίας και το κράτος το οποίο αποτελεί την έκφραση της προστασίας της οφείλει να τις πολεμήσει.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός Παιδείας