Μόλις επιστρέψατε από την Ισπανία. Τι καινούργιο είδατε;
Πήγα και στη Γαλλία. Είναι χώρες που μου υπενθυμίζουν πόσο πίσω είμαστε εδώ στην Ελλάδα. Για να δεις πράγματα πρέπει να πας έξω. Είμαστε κατώτεροι σε ό,τι αφορά την τέχνη και τον πολιτισμό. Δυστυχώς!
Είστε πιο χαρούμενος όταν ζείτε έξω;
Πουθενά δεν είμαι ευτυχισμένος. Θέλω να πω δεν σχετίζεται με το πού βρίσκομαι το πώς νιώθω. Χαρούμενος είμαι όταν βρίσκομαι με τον εαυτό μου. Συγκεντρώνομαι και σκέφτομαι αυτά που θέλω. Και για να προλάβω την ερώτησή σου: δεν μπορώ να σου πω τι. Δεν χρειάζεται άλλωστε να καταλαβαίνουμε, χρειάζεται να αισθανόμαστε. Ετσι λειτουργεί η τέχνη. Μπορώ να σου πω όμως ότι προσπαθώ να διατηρήσω τον παιδικό μου κόσμο. Πρέπει πάντα να διατηρείς το βλέμμα το πρώτο της αθωότητας σαν να βλέπεις τα πράγματα για πρώτη φορά. Αλλά δυστυχώς η ζωή περνάει και τα βιώματα που αποκτούμε μας στερούν τη μαγεία. Εκτός αν είσαι τυχερός. Εγώ με έναν τρόπο προσπαθώ ακόμη να παίζω.
Μου θυμίσατε τη φράση που είχε πει ο Νίκος Καρούζος για σας: «Η ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού βρίσκεται σε βαθύ παιδικό χειμώνα».
Ναι, είναι ακριβώς έτσι. Και αυτό που είπε το βρήκα πολύ σωστό. Εγώ με έναν τρόπο προσπαθώ ακόμη να παίζω.
Ποια είναι η έντονη εικόνα από τα παιδικά σας χρόνια που σας γεμίζει όμορφα συναισθήματα;
Κατ’ αρχάς να θυμίσω ότι εκείνα τα χρόνια που πήγαινα εγώ σχολείο ήταν πολύ σκληρά και οι δάσκαλοι ήταν αμόρφωτοι. Ηθελαν να κάνουν το δικό τους, εκείνο που είχαν μάθει αυτοί. Δεν καταλάβαιναν ότι ένα παιδί μπορεί να έχει τις ιδιαιτερότητές του όπως είχα εγώ. Αν δεν ανταποκρινόταν στους κανόνες, τους εκπαιδευτικούς κανόνες, ένα παιδί έμπαινε σε μία κατηγορία. Δεν το αντιμετώπιζαν όπως έπρεπε για να αναδείξουν τις αρετές και το ταλέντο που είχε. Εγώ είχα μαθησιακές δυσκολίες και αν δεν ήταν καθηγήτρια η μητέρα μου, δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα. Λειτούργησε καταλυτικά για να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που είχα στα μαθήματα. Ηταν καθηγήτρια φιλόλογος και κατέληξε επιθεωρήτρια όλων των Λυκείων στο τέλος της καριέρας της. Η Ελένη Υφαντή. Ηταν ένας ήρωας για μένα. Είχε τέσσερα μικρά παιδιά και έπαιρνε το τρένο για να πάει να επιθεωρήσει – εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ σημαντικό – τα Λύκεια όλης της χώρας. Δεν είχε δοθεί σε καμιά άλλη γυναίκα εκείνη την εποχή τέτοια θέση. Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε δύο γυναίκες, τη μητέρα μου και τη Ράλλη.
Με ποιον τρόπο σάς βοήθησε;
Προσπαθούσε με τρόπους που δεν ήταν συμβατοί με την εποχή να μου εμπνεύσει την αγάπη για το διάβασμα και τη μάθηση. Δεν έμενε στα σχολικά βιβλία. Μου έδινε να διαβάσω και άλλα, με πήγαινε στην Αρχαία Αγορά, στην Ακρόπολη, με παρότρυνε να αγγίξω τα μάρμαρα, να αισθανθώ, μου διηγούνταν ιστορίες. Ηθελε να βάλει την ομορφιά στη ζωή μου με κάθε τρόπο, να με κάνει έναν εγγράμματο και ουσιαστικά μορφωμένο άνθρωπο. Λειτουργούσε με ξεχωριστό τρόπο και με τους ανθρώπους που γνώριζε.
Πείτε μου μια τέτοια ιστορία.
Η πρώτη συνάντηση με τη σύζυγό μου τη Μαρίζα – σε μεγάλη ηλικία πια η μητέρα μου – ήταν πολύ ιδιαίτερη. Οταν πήγαμε στο σπίτι της για να τη γνωρίσει το πρώτο πράγμα που της είπε μετά το «χαίρω πολύ» ήταν «πες μου τον αόριστο β’ του ρήματος λαμβάνω». Την εξέτασε κανονικά. Αντίστιξη, συνημμένα, ανώμαλα ρήματα, φαινόμενα, συντακτικό. Ευτυχώς τα θυμόταν γιατί η γυναίκα μου έχει σπουδάσει νομικά και ήταν σχετικά φρέσκα στο μυαλό της. Και αφού της έκανε καμιά δεκαπενταριά ερωτήσεις και η Μαρίζα απάντησε, της είπε «Ελα δω» και τη χάιδεψε στο μάγουλο. Δεν την ενδιέφερε να της πει τι δουλειά κάνει, πόσα χρήματα βγάζει, από πού κατάγεται. Να της κάνει τις συνηθισμένες ερωτήσεις δηλαδή.
Αν δεν ήξερε την κλίση των ανώμαλων ρημάτων θα την απέρριπτε;
Οχι βέβαια. Μου δίνεις την ευκαιρία να πω ότι η μητέρα μου είχε ένα εύρος γνώσεων που της επέτρεπε να πλησιάζει τους ανθρώπους και από άλλους δρόμους. Είχε φτάσει σε άλλο επίπεδο και θεωρούσε ότι ώς ένα σημείο η μόρφωση εξασφάλιζε μία ποιότητα. Ετσι έκανε με τη Μαρίζα, έτσι έκανε και μ’ εμένα. Γιατί δεν ήμουν μία απλή περίπτωση το σχολείο. Αλλά πάντα έβρισκε τρόπους, όπως σου είπα, να βρει και να αναδείξει τα ωραία στοιχεία των ανθρώπων. Με έμαθε να είμαι ταπεινός, να οριοθετούμαι, να μη γίνομαι μπρουτάλ. Σε αυτήν οφείλω το γεγονός ότι ακόμα είμαι ανασφαλής για αυτά που κάνω. Σε εκείνη οφείλω ότι αμφιβάλλω για καθετί που δημιουργώ. Αυτή την ανασφάλειά μου τη χρωστάω σε εκείνη.
Ακόμη δεν ξέρετε αν υπάρχει αξία στην τέχνη σας;
Οχι βέβαια. Ο Χοκουσάι στα 93 του είπε «Τώρα αρχίζω να μαθαίνω να ζωγραφίζω». Αυτά τα διδάγματα έχω πάρει. Οχι τη στείρα γνώση, αλλά τον τρόπο να μαθαίνω, να εμβαθύνω στα πράγματα. Τουλάχιστον να προσπαθώ.
Πριν ανακαλύψετε την έφεσή σας στη ζωγραφική ασχοληθήκατε με τη μουσική…
Σπούδασα βιολί, αλλά διαπίστωσα ότι δεν είχα ταλέντο. Ομως και αυτό συνέβαλε στο να διαμορφώσω τον εσωτερικό μου κόσμο. Εχτισα την προσωπικότητά μου. Η ζωγραφική ήρθε με έναν περίεργο τρόπο. Ο παππούς μου ήταν παπάς και πήγαινα πολύ συχνά στην εκκλησία. Παρακολουθούσα από πολύ κοντά όλο το τελετουργικό. Ηταν για μένα που ήμουν παιδάκι σαν ένα είδος θεατρικού δρώμενου. Ηταν όλα τεράστια και λαμπερά. Εβλεπα τις αγιογραφίες και έμενα έκθαμβος. Και φυσικά διογκώνονταν στα παιδικά μου μάτια. Αλλά ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος.
Τι ταλέντο είχε;
Εφτιαχνε με εκπληκτικό τρόπο τα πρωτογράμματα – έτσι τα λένε- από βιβλία (βίους αγίων και άλλα θρησκευτικά). Τον παρακολουθούσα συνεχώς στο σπίτι πώς το έκανε. Σιγά σιγά άρχισα να προσπαθώ να κάνω κι εγώ τα δικά μου πράγματα. Είχα και όλες αυτές τις εικόνες από την εκκλησία, τα έντονα χρώματα, τις αναπαραστάσεις των μορφών, των αγγέλων, του διαβόλου. Εψαχνα να δω τι έκρυβε η κάθε εικόνα. Ισως ήταν ένας τρόπος να νικήσω τον φόβο μου τελικά γι’ αυτό βάζω χαρούμενα θέματα και έντομα χρώματα. Για μένα ένα έργο τέχνης πρέπει να σου δίνει χαρά και να σε κάνει αισιόδοξο.
Ποιος είναι ο φόβος σας;
Το σκοτάδι. Οταν ήμουν μικρός έβλεπα συνεχώς έναν εφιάλτη: ότι ερχόταν κάποιος, έβαζε το χέρι του μέσα μου και έβγαζε το μέσα μου έξω. Τρομακτικό όνειρο. Ισως ήταν το άγνωστο που φοβόμουν. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω χαρούμενα πράγματα. Εφτιαχνα στο χαρτί συναισθήματα. Μόνο που έπρεπε να τους δώσω κάποια μορφή και σχήμα. Κι έτσι κατέληξα να κάνω αυτά που κάνω. Ημουν επίσης αγοραφοβικός. Για πολλά χρόνια φοβόμουν να κάνω χειραψίες στους ανθρώπους διότι φοβόμουν μην κολλήσω μικρόβια. Οταν με καλούσαν σε ένα σπίτι πήγαινα μεταμφιεσμένος με μάσκες που έφτιαχνα ο ίδιος. Ηθελα να συναναστρέφομαι τους ανθρώπους και βρήκα αυτό τον χιουμοριστικό τρόπο να μη χάνω την επαφή και να νιώθω προστατευμένος. Εχω πολλά βίντεο από τέτοιες θεατρικές επισκέψεις. Αρρώσταινα εύκολα, ιδιαίτερα την εποχή που ζούσα στο Παρίσι. Σιγά σιγά με τη ζωγραφική και αυτό το ξεπέρασα.
Υπάρχει ένα συναίσθημα που δεν καταφέρατε να αποτυπώσετε στα έργα σας;
Νομίζω ότι όλα μπορεί κάποιος να τα ζωγραφίσει. Αλλά εκείνο που πρέπει να διαφαίνεται – κατά την άποψή μου – είναι η προσπάθεια που κάνεις. Αυτή αξίζει να μένει…