Είναι δύσκολη τάξη η Β’ Λυκείου. Εχεις περάσει την ανεμελιά της Α’, δεν έχεις μπει ακόμα στο λούκι της Γ’. Ξέρεις, όμως, ότι αν θες να κάνεις σοβαρή δουλειά, αν θες όντως να περάσεις σε μια σχολή της αρεσκείας σου, πρέπει να στρωθείς. Διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα – όχι όλα, μόνο «της κατεύθυνσης». Ή όπως τα λένε πλέον. Τα υπόλοιπα; Ανούσιες σχολικές ώρες, στις οποίες χαζολογείς ευλαβικά, φλερτάρεις, κάνεις και καμιά κοπάνα. Υπό μία έννοια, εντελώς αναγκαίες.
Τέτοιες ήταν και οι ώρες της Αντιγόνης. Ετρωγαν χρόνο στους θεωρητικούς από τον Λυσία, τον Δημοσθένη και τον Ισοκράτη. Ηταν «αρχαία» για τους υπόλοιπους, με όλη την απέχθεια που μπορεί να φορτώσει κανείς στην λέξη. Γι’ αυτό δεν ήταν πολλοί εκείνοι που την αγάπησαν στο σχολείο. Δεν διδάχθηκαν ποτέ κάποια από τα ωραιότερα κομμάτια της. Ο έρωτας ο ακαταμάχητος, ο ανίκητος, ήταν πάντα εκτός ύλης, κι ας σώπαιναν ακόμα και οι πιο φασαριόζοι αν κάποιος καθηγητής, ξεστρατώντας, αποφάσιζε να το μοιραστεί. Η θυσία της Αντιγόνης και ο νυφικός της τάφος ήταν, πάλι, γνωστός σε όλους. Οχι ως πράξη αντίστασης, αλλά ως παρωδία. Οχι από το κείμενο, αλλά από γνωστή, κωμική τηλεοπτική σειρά που παίζεται ακόμα τα καλοκαίρια σε επανάληψη – και στην οποία η πρωταγωνίστρια εξασκούταν στον μονόλογο της ηρωίδας σχεδόν σε κάθε επεισόδιο. «Να σας παίξω λίγο;».
Η αξία της δεν έχει σημασία. Κάθε χρόνο στα θρανία, η Αντιγόνη πεθαίνει από αβάσταχτη αδιαφορία. Για όποιον έχει περάσει πια τη δύσκολη εποχή που έπρεπε να πάρει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του και παράλληλα να ελέγξει τις ορμόνες του, φαντάζει εξοργιστικό. Είναι, όμως, πέρα για πέρα αληθινό. Μπορεί, βέβαια, οι ίδιοι άνθρωποι να καταλήξουν σε ένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού, διαπιστώνοντας πως οι ομότεχνοί τους γνωρίζουν απ’ έξω (κάποιες φορές κυριολεκτικά) το κείμενο που εκείνοι πέταξαν στα σκουπίδια με το που τέλειωσε η σχολική χρονιά. Ή, λίγα χρόνια αργότερα, να δουν μια παράσταση στην Επίδαυρο και να αλλάξουν γνώμη. Ενα, όμως, είναι βέβαιο: η είδηση πως η Αντιγόνη και ο Επιτάφιος του Περικλή δεν συμπεριλαμβάνονται στις προαγωγικές εξετάσεις τούς προκάλεσε ενθουσιασμό. Ενα μάθημα γενικής παιδείας λιγότερο, περισσότερος χρόνος για χάζι.
Τι κρατούσε έστω και την ελάχιστη προσοχή των μαθητών; Η προειδοποίηση πως, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει να αναμετρηθούν ξανά με την Αντιγόνη – αυτή τη φορά, ένας προς έναν, χωρίς την ασφάλεια του πλήθους. Κι αυτό μπορεί να μην της προσέδιδε επιπλέον γοητεία, την καθιστούσε όμως αναγκαία. Ούτε αυτή τη μικρή νίκη δεν της άφησαν. Κι ας είναι γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Κι ας συνδέει την παλιά γλώσσα με τη νέα. Κι ας θεωρείται σύμβολο δημοκρατίας. Για τους μαθητές της Β’ Λυκείου δεν αξίζει πια ούτε τις σημειώσεις στην άκρη της σελίδας. «Ούτε θνητή με ζωντανούς ούτε νεκρή με πεθαμένους».
Αν η απαξίωση και η επιβολή είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, γιατί ένας υπουργός θεωρεί μεταρρύθμιση την επιλογή του πρώτου αντί του δεύτερου; Μα δεν φταίει αυτός, θα πεις. Για όλα φταίει το ρημάδι το σύστημα, που στον βωμό των «προπαρασκευαστικών» ετών παραμερίζει την ουσία της εκπαίδευσης. Και είναι εύκολο να το ρίξεις εκεί. Το σύστημα δεν έχει πρόσωπο και δεν χρειάζεται να αναλάβει καμία πολιτική ευθύνη. Η τελευταία πέτρα, όμως, στον τάφο της Αντιγόνης έχει ονοματεπώνυμο. Κι ας είναι μικρή, ασήμαντη μπροστά στα μεγάλα που συμβαίνουν.