Η πολιτική εργαλειοποίηση δικαστικών υποθέσεων προσφέρει κακή υπηρεσία στη δημοκρατία. Δυστυχώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν απέφυγε τον πειρασμό. Αντίθετα, με την υπόσχεση της κατάργησης του Μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο όχι απλώς να μένει κενή περιεχομένου αλλά να οδηγεί σε ένα νέο Μνημόνιο, εκείνο που έμενε για να ποντάρει ήταν ο πόλεμος στο υποτιθέμενο «παλιό σύστημα», το οποίο από τους κυβερνώντες χαρακτηρίζεται συλλήβδην διεφθαρμένο.

Τα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηριστικά. Η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης είχε προαναγγείλει διώξεις πολιτικών για το σκάνδαλο της Novartis. Αλλος υπουργός δήλωσε σε συνεδρίαση οργάνου του κόμματός του ότι «κάποιοι πρέπει να μπουν φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές». Και κύκλοι της τέως εισαγγελέως Διαφθοράς αποκάλυψαν ότι κυβερνητικός παράγοντας που περιγράφεται ως «Ρασπούτιν» και καταγγέλλεται ότι επιστρατεύει μεθόδους «νταβατζή» ασκούσε πιέσεις για διώξεις χωρίς στοιχεία – «Ασκησε τη δίωξη και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν» φέρεται ότι υποδείκνυε.

Ολα αυτά συνηγορούν στο γεγονός πως το Μέγαρο Μαξίμου επιστρατεύει μια μέθοδο πολιτικής επιβίωσης που ακόμη και αυτός ο αμερικανός πρόεδρος έδειξε να αντιλαμβάνεται πως μόνο ζημιά προκαλεί – «όσοι εμπλέκονται στην πολιτική αρένα πρέπει να σταματήσουν να μεταχειρίζονται τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως ανήθικους» δήλωσε με αφορμή τα δέματα με εκρηκτικά που έφτασαν σε πλείστους όσους πολιτικούς των Δημοκρατικών.

Ο έλληνας Πρωθυπουργός, από την πλευρά του, επιμένει σε αυτή την επικίνδυνη γενίκευση, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου. Υπηρετώντας όμως το λαϊκιστικό και αντιπολιτικό σύνθημα «όλοι τα πιάνουν», διαπράττει πολλαπλό σφάλμα. Γιατί με την απαξίωση συνολικά του πολιτικού συστήματος είναι βέβαιο πως η γενίκευση θα χτυπήσει μια μέρα και τη δική του πόρτα.