Αν δεν είχε προηγηθεί το «αίτημα» του Πολάκη προς την κυβέρνηση να μπουν μερικοί φυλακή για να κερδηθούν οι επόμενες εκλογές, ίσως να μη σκίαζε τόση καχυποψία τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα να προφυλακίσουν τον πρώην υπουργό των κυβερνήσεων Σημίτη, Γιάννο Παπαντωνίου, και τη σύζυγό του Σταυρούλα Κουράκου. Ή μάλλον, οι όποιες αντιρρήσεις πιθανόν να αναπαρήγαν μια φιλελεύθερη αντίληψη περί δικαίου, που στην Ελλάδα την είχε εκφράσει κατ’ επανάληψη ο εκλιπών καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, μιλώντας από θέση αρχής εναντίον της προσωρινής κράτησης.
Η ουσία πάντως είναι ότι τον Γιάννο Παπαντωνίου βαρύνει μια πολύ σοβαρή κατηγορία: ότι ως υπουργός Εθνικής Αμυνας ενθυλάκωσε ποσό 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (περίπου 3,15 εκατομμύρια ευρώ), από παράνομα ωφελήματα, από μίζες δηλαδή, που συνδέονται με πρόγραμμα εξοπλιστικών για την αναβάθμιση των έξι φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού. Και ότι, πάντα σύμφωνα με την κατηγορία, προσπάθησε να τα ξεπλύνει μέσα από δαιδαλώδεις τραπεζικές διαδρομές.
Φυσικά, η ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης θα γίνει στο ακροατήριο. Εως τότε και παρά τον βαρύ συμβολισμό της προφυλάκισης, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Φυσικά, για μια κυβέρνηση που επιδιώκει να αντιπαραβάλλει καθαρά χέρια των δικών της στελεχών με εκπροσώπους του διεφθαρμένου «παλιού», όπως διατείνεται, οι χειροπέδες που φόρεσε ο Γιάννος Παπαντωνίου, οι οποίες έκαναν το απόλυτο κοντράστ με το ακριβό κοστούμι του, παράγουν έναν συμβολισμό εξαιρετικά χρήσιμο για αυτό που ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης αποκαλεί «λαϊκιστική ηχώ του καφενέ».
Μιλώντας χθες με έναν βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα, περηφανεύτηκε ότι στα επιτεύγματα της κυβέρνησης είναι η (προ)φυλάκιση του Γιάννου Παπαντωνίου, εμφανώς παραβλέποντας (ή αγνοώντας) ότι τη φυλακή δεν την αποφασίζουν κυβερνήσεις, αλλά η Δικαιοσύνη. Δεν ήταν ό,τι χειρότερο περίμενα να ακούσω. Ηδη ο Σταύρος Θεοδωράκης έκανε μια δήλωση στην οποία, αφού παραλληλίζει τον Παπαντωνίου με τον Τσοχατζόπουλο, δεν παραλείπει να υπαινιχθεί πολιτικές ευθύνες για την κυβέρνηση Σημίτη. Μου είναι αδιανόητο πώς, πολιτικοί υποτίθεται σοβαροί και υπεύθυνοι, επιχειρούν με πολιτικά άλματα να ταυτισθούν πολύ εκ των υστέρων με τη μεταπολιτευτική κοινοτοπία που οι ίδιοι έχουν καταγγείλει – επί της ουσίας περιφρονώντας όσους απέμειναν από εκείνους που τους στήριξαν.
Ιδίως επ’ αυτού, η ουσία είναι μία: ακόμα κι αν από την ακροαματική διαδικασία ο Παπαντωνίου αποδεικνυόταν ένοχος, η ενοχή του θα ήταν προσωπική. Ποιος άλλωστε μπορεί να συνδέσει τη διαφθορά με οποιοδήποτε πολιτικό πρόσημο αποκλειστικά, μάλιστα σε μια πολιτεία προσοδοθηρική και πελατειακή, που συστηματικά παράγει διαφθορά ακόμα και στα χαμηλότερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού; Και ποιος μπορεί να είναι βέβαιος, σε αυτή την πελατειακή κινούμενη άμμο, ότι δεν έχουν σχέση με τη διαφθορά στελέχη της μίας ή της άλλης παράταξης που βρέθηκαν σε προνομιακή σχέση με την εξουσία;
Στην πολιτική, η επίκληση «καθαρών χεριών» έχει ελάχιστη σημασία. Η Ελλάδα κατέληξε αποτυχημένο κράτος όχι τόσο εξαιτίας διεφθαρμένων πολιτικών αλλά, κυρίως, εξαιτίας της πελατειακής δομής του κράτους, εξαιτίας της εξαγοράς πολιτικής ισχύος από τα κόμματα μέσω της εύνοιας σε συντεχνιακά συμφέροντα, εξαιτίας του εκδημοκρατισμού της ευνοιοκρατίας και της λαφυραγώγησης του κράτους. Αυτό δεν το ακυρώνει καμία δικαστική απόφαση. Δυστυχώς.