Από το 2008 ώς τις ημέρες μας μια λέξη – φάντασμα πλανιέται πάνω από τις διαθέσεις, τις επιθυμίες και τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας: η «κρίση». Πίσω από αυτήν προβάλλονται φαντασιώσεις και αιτιάσεις για «μνημονιακούς», «παλιό σύστημα», «λαϊκιστές» και «αγανακτισμένους». Μόνο μια άλλη λέξη ίσως έχει την ίδια δυναμική στα πολιτισμικά κείμενα της περιόδου: η «οικογένεια». Σε κρίση κι αυτή, προσδεμένη στο άρμα της γενικότερης «έκτακτης ανάγκης», όπως σημειώνει ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο βιβλίο του «Κάτι τρέχει με την οικογένεια» (εκδ. Πατάκη). Είναι αυτά τα «κείμενα» (λογοτεχνικά έργα, παραστάσεις, ταινίες) που ο ίδιος έβαλε στο μικροσκόπιο της πολιτισμικής ανάλυσης: όχι για μια καταγραφή των διαφορετικών εκδοχών της «αγίας ελληνικής οικογένειας», αλλά για μια ανάλυση των προοπτικών της σε πολιτικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό, πάνω στην «οικογένεια» προβάλλονται ζητήματα ταυτότητας, σεξουαλικότητας, επιθυμίας ή πολιτικής συμμετοχής. «Αν παρατηρήσει κανείς τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, βλέπει πολλούς δημιουργούς, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, να θέλουν να συνδυάσουν τον ρεαλισμό και την αλληγορία όταν μιλούν για την οικογένεια», σημειώνει ο Δημήτρης Παπανικολάου. «Και να θέλουν επίσης να μη μείνουν στο κάπως απλοϊκό “η αγία ελληνική οικογένεια έχει πρόβλημα”, αλλά να μιλήσουν για την οικογένεια ως έναν πυρήνα εξουσίας, διαχείρισης, επιβολής, οριοθέτησης, επιθυμίας, δεσμών αλλά και υπέρβασης. Αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα της εποχής: ότι βλέπουμε τόσο πολύ την οικογένεια ως βιοπολιτικό εργαστήριο, ότι στις ιστορίες για την οικογένεια είμαστε δηλαδή διατεθειμένοι να δούμε και ρεαλιστικές εικόνες απ’ το δίχτυ της συγγένειας και τη συμβολική εκτατικότητά του: το πώς εντός του οργανώνεται η ζωή και πόσο πολιτικό είναι αυτό το πλαίσιο».
Η «κρίση της οικογένειας» υπάρχει ακόμη και όταν δεν μιλάμε γι’ αυτήν. Η τελευταία δεκαετία έφερε ίσως στην επιφάνεια συμπτώματα μιας διαδικασίας σε εξέλιξη.

Είναι η πρώτη φορά που η τέχνη προσεγγίζει «κριτικά» το φαινόμενο;

Οχι, δεν είναι σε καμία περίπτωση η πρώτη φορά. Για να μείνουμε μόνο στα δικά μας, οι Νεοέλληνες δεν έπαψαν ποτέ να λένε ιστορίες για την οικογένεια, στη σκηνή, στο χαρτί ή στο πανί. Μπορεί προφανώς κανείς και να γενικεύσει: η αρχαία ελληνική μυθολογία, η τραγωδία, το παγκόσμιο θέατρο, το μεγάλο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, μιλούν για οικογένειες, και μάλιστα πολύ συχνά για οικογένειες σε κρίση. Αυτό που νομίζω όμως παρατηρείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι αφενός η ένταση με την οποία εμφανίζεται η οικογένεια σε πολιτισμικά κείμενα αλλά και στη δημόσια συζήτηση. Επίσης, το δέσιμο αυτής της συζήτησης με την κρίση: από το κατά πόσο η οικογένεια επανέρχεται ως σανίδα σωτηρίας, το οικογενειακό εισόδημα στην κρίση ή το πώς αίφνης σκληραίνουν οι έμφυλες ιεραρχίες τα τελευταία χρόνια, μέχρι το αν είναι πολιτικές ταινίες η «Στρέλλα» και ο «Κυνόδοντας». Τέλος, υπάρχουν κάποιες σταθερές, ας πούμε θεματικές, όπως η επιμονή στην εικόνα μιας οικογένειας που κατασπαράσσεται, αυτό που στο βιβλίο ονομάζω μια «οικογένεια – βραχυκύκλωμα».
Ειδικά στο θέατρο η κριτική στην αστική οικογένεια είναι διαχρονική. Από τον Ξενόπουλο και τη Λούλα Αναγνωστάκη (εμμέσως έστω) ώς το «in yer face theatre», τη μοναχική κραυγή της Σάρα Κέιν και τις πολλαπλές επαναλήψεις των Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Τενεσί Ουίλιαμς κ.ά. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το «Χαίρε Νύμφη» της Λένας Κιτσοπούλου και το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη αντλούν έμπνευση από τον Γρηγόρη Ξενόπουλο. Αναρωτιέμαι αν η «επιστροφή» ανταποκρίνεται περισσότερο σε μια μεταμοντέρνα προσέγγιση παρά στη διάθεση να αναδειχθεί η οικογένεια ως θεματική.
Μα αν κανείς δει ακριβώς αυτά τα ανεβάσματα παλαιότερων έργων από την Κιτσοπούλου ή τον Οικονομίδη, και αν συνυπολογίσει την επιτυχία που είχαν, καταλαβαίνει και το επιχείρημά μου. Είναι η επιμονή αυτών των παραστάσεων στον εγκλεισμό, στην υπερβολή, στη λεκτική και σωματική βία, αλλά και στο διαρκές παιχνίδι μεταξύ «in yer face» ρεαλισμού και πολύπλοκης αλληγορίας, που τα κάνει τόσο σημερινά. Οπως σημειώνω συχνά στο βιβλίο, εγώ δεν αναρωτιέμαι αν παρόμοιες αναπαραστάσεις και συζητήσεις χαρακτήρισαν και άλλες εποχές ή χώρες· αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι το τι μας κάνει και επιστρέφουμε τόσο πολύ σε αυτές στην Ελλάδα σήμερα, και μάλιστα με τέτοια ένταση.
Επιμένετε δικαίως στους συμβολισμούς που απελευθέρωσε η ίδια η συζήτηση για την οικογένεια και πόσο έχουν επηρεάσει το γενικό αφήγημα. Βλέποντας πλέον τη μεγάλη εικόνα, ποια είναι η θέση τους δίπλα σε εκείνους των mainstream ταινιών και της διαφήμισης, που – εκ φύσεως – αναπαρήγαγαν στερεοτυπικές εικόνες;
Οπως σημειώνω και στο βιβλίο, την ίδια στιγμή που καταγράφεται μια αμφισβήτηση στην εικόνα της «αγίας ελληνικής οικογένειας» τα τελευταία χρόνια, την ίδια στιγμή ακριβώς αναπτύσσεται και μια στροφή σε πιο παραδοσιακές απεικονίσεις, ιδεολογίες και αναπαραστάσεις. Στον κινηματογράφο βγαίνει η «Στρέλλα», στις τηλεοράσεις παίζεται το «Πίσω στο σπίτι» – εντελώς αντίθετες, ιδεολογικά, αφηγήσεις. Στους δρόμους βγαίνει μια καινούρια, πολύ κινηματική, queer παρουσία, στην καθημερινότητα όμως, ταυτόχρονα, μπορεί κανείς και να παρατηρεί μια συστροφή σε πολύ παραδοσιακά μοντέλα φύλου, οικογενειακότητας και φαντασίωσης για ευδοκίμηση. Το παρακολουθώ αυτό το φαινόμενο όσο μπορώ στο βιβλίο (άλλωστε, δεν είναι μόνο φαινόμενο ελληνικό), εξηγώ γιατί συμβαίνει· αλλά το βασικό μου θέμα παραμένει το πώς θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πιο ριζοσπαστικά και κριτικά για την ελληνική κοινωνία, αν ακολουθήσουμε τις κρίσιμες εικόνες της οικογενειακότητας που μας κατέκλυσαν τα τελευταία χρόνια και δούμε τον λόγο που μπορεί να απελευθερώνουν.
Η «οικογένεια – βραχυκύκλωμα» είναι η μία όψη στη δεκαετία της κρίσης, αυτή που προσεγγίζεις με τα ερμηνευτικά εργαλεία της ανάλυσης λόγου, της κοινωνιολογίας και του πολιτισμιολόγου. Μήπως όμως πρόκειται για μια δυναμική έννοια – με κραυγές και ψιθύρους, ρωγμές και δεσμούς – παρά για μία στατική;
Ναι, ναι – όσο η «βομβαρδισμένη ελληνική οικογένεια» μπορεί να γίνεται ένα σύμβολο της διάθεσης να παραχθεί ένας άλλος λόγος, συχνά και πολιτικός, η ελληνική οικογένεια προφανώς συνεχίζει να υπάρχει, να εξελίσσεται, να ανανεώνει και τα θετικά και τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Και, βεβαίως, να πολλαπλασιάζει και τις ρωγμές και τους ψιθύρους που επιτρέπει να απλώνονται μέσα της. Τώρα βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει και να συνεχίζει κανείς να τοποθετείται πολιτικά απέναντί της και να διεκδικεί αντί για ψίθυρο συγκροτημένη φωνή και παρουσία.
Πώς ερμηνεύετε ότι μία από τις μορφές

τέχνης που άνθησαν ακριβώς την τελευταία δεκαετία – και με «κοσμοπολίτες» δημιουργούς -, το graphic novel, δεν ασχολήθηκε με τη θεματική της οικογένειας; Επίσης δεν έδωσε πολλά δείγματα το θέατρο – ντοκουμέντο, είδος με επίσης ξεχωριστή θέση στα χρόνια της κρίσης.

Για το θέατρο – ντοκουμέντο δεν είμαι σε θέση να απαντήσω – νομίζω ότι το υλικό του εξελίσσεται, και σίγουρα υπάρχει η διάθεση να μιλήσει τουλάχιστον για την έμφυλη (αν όχι και την ενδοοικογενειακή) βία. Το graphic novel ίσως θέλει κι αυτό τον χρόνο του. Παρατηρώ το καταπληκτικό περιοδικό «Μπλε Κομήτης» (εκδ. Polaris), για παράδειγμα, και βλέπω ότι τους ενδιαφέρει αυτός ο προβληματισμός. Δεν είναι τυχαίο ότι τις προάλλες είχαν συνέντευξη του σκηνοθέτη Γ. Οικονομίδη (και ούτε είναι τυχαίο ότι επιλέξαμε το εξώφυλλο του «Κάτι τρέχει με την οικογένεια» να είναι ένα σκίτσο του γνωστού για τα graphic novels του, Γιώργου Γούση). Στο εξωτερικό το graphic novel έχει δώσει τα τελευταία χρόνια ίσως τις πιο πολύπλοκες αφηγήσεις για την οικογενειακότητα και την ιστορία (π.χ. τα βιβλία της Αλισον Μπέχτνελ και του Κρις Γουέαρ).
Κινηματογράφος
«Ο “Κυνόδοντας” εικονογράφησε την ελληνική κρίση»
Η «οικογένεια στο μικροσκόπιο» είναι όντως ένα μοτίβο που επανέρχεται στον κινηματογράφο. Ξεκίνησε όμως ως σύλληψη στο «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη (2002) και στον «Κυνόδοντα» (2009) του Γιώργου Λάνθιμου, ταινίες από την περίοδο της «ευμάρειας». Το μοτίβο επανήλθε σε πολλά φιλμ, αλλά δεν θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς και ως «διάλογο» ή «ανταγωνισμό» μεταξύ καλλιτεχνών;
Το «Σπιρτόκουτο», ταινία προδρομική, όντως βγαίνει το 2002 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάνει έναν ολόκληρο χρόνο να βρει διανομή (βγαίνει στις αίθουσες το 2003)· όμως τον μύθο του, αν παρατηρήσεις, δεν τον κρατάει από εκείνη την πρώτη κυκλοφορία του (που δεν βρήκε και πολύ μεγάλο κοινό άλλωστε), αλλά στο πόσο πολύ επανήλθαμε σ’ αυτό τα επόμενα χρόνια, στο πόσο το ξαναείδαμε και το ξανασυζητήσαμε. Στο θέατρο παίζεται μετά το 2007 για χρόνια, ενώ η φωτογραφία και της παράστασης και της ταινίας εικονογραφεί πολλά από τα άρθρα για την ξαφνική «οικογένεια – βραχυκύκλωμα» που εμφανίστηκαν μετά το 2008 και έδεσαν αυτές τις εικόνες με την Ελλάδα της κρίσης. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ένα πολύ μεγάλο άρθρο του Δημοσθένη Κούρτοβικ στο «Βιβλιοδρόμιο», ακριβώς με θέμα την ξαφνική στροφή της ελληνικής λογοτεχνίας στην οικογένεια, να έχει εικονογραφηθεί με μια φωτογραφία από το «Σπιρτόκουτο». Είναι ακριβώς αυτές οι διαδρομές των κειμένων που με ενδιαφέρουν, η αίσθηση και το κλίμα που δημιουργήθηκαν μια συγκεκριμένη περίοδο. Οντως όλα αυτά δεν ταυτίζονται πάντα με την πρώτη κυκλοφορία ή και την παραγωγή ενός πολιτισμικού κειμένου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες του Λάνθιμου, θεωρώ· ο «Κυνόδοντας», εικονογράφησε τη συζήτηση για την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, όσο κι αν γυρίστηκε πριν από το πρώτο Μνημόνιο.
Δημήτρης Παπανικολάου

«Κάτι τρέχει με την οικογένεια. Εθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης»

Εκδόσεις Πατάκη, 2018, σελ. 448

Τιμή: 18,80 ευρώ