Αρχισα να παρακολουθώ το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν πρόλαβα δηλαδή την θρυλική δεκαετία της μεγάλης νύστας του 1980, ούτε την αμέσως προηγούμενη, την «πρωτόγονη» των seventies, τότε με τα «αντιφεστιβάλ» και άλλες «επαναστάσεις» του γλυκού νερού, όταν οι θεατές σαν γνήσιοι παοκτσήδες ξεχαρβάλωναν καθίσματα στους εξώστες και ούρλιαζαν. Μου λένε ότι η εποχή είχε πλάκα και είμαι βέβαιος ότι είχε, όπως πλάκα είχαν τα παντελόνια καμπάνες και τα πέτα υποκαμίσων ωσάν φτερά αεροπλάνου στη μόδα εκείνη την εποχή. Ο Μιχάλης Κακογιάννης άρχισε μια φορά να γδύνεται στη σκηνή για να ταιριάξει με την ενδυματολογική αθλιότητα που επικρατούσε στην αίθουσα. Ε, από τα παπιγιόν των Καννών και των Οσκαρ στα αμπέχονα και στα σκισμένα τζιν της συμπρωτεύουσας, τι να κάνει κι εκείνος ο έρμος.
Οχι, εγώ δεν τα έζησα όλα αυτά, μπήκα στο παιχνίδι όταν το φεστιβάλ άρχισε με βήματα δειλά να διεθνοποιείται, ν’ αποκτά ευρωπαϊκό αέρα με καλλιτεχνικό διευθυντή τότε, τον κριτικό κινηματογράφου κ. Μισέλ Δημόπουλο. Ηταν το φεστιβάλ μιας νέας εποχής, με πολλά προγράμματα, με πολλές βαρετές ταινίες στο διαγωνιστικό πρόγραμμα, με ελληνικές ταινίες που είχαν τίτλους όπως «Ο τσαλαπετεινός του Γουαϊόμινγκ» αλλά και πολλές νέες ανακαλύψεις στα υπόλοιπα προγράμματα, κυρίως εκείνο των Νέων Οριζόντων που διηύθυνε ο Δημήτρης Εϊπίδης. Στο σινεμά Βακούρα που υπάρχει ακόμα, αλλά κυρίως στο Παλλάς, στην παραλιακή λεωφόρο, κοντά στον Λευκό Πύργο (που σήμερα είναι σουπερμάρκετ ή φαστφουντάδικο ή καφετέρια, δεν είμαι απολύτως βέβαιος και ούτε θέλω να θυμάμαι) ανακάλυπτα τη φωνή του Ατόμ Εγκογιάν, του Αμπάς Κιαροστάμι, του Νάνι Μορέτι και πολλών ακόμα auteur που έμελλε να γράψουν τη δική τους σελίδα στο Παγκόσμιο Βιβλίο του Σινεμά.
Μιλώντας για βιβλία, η ιστορία του θεσμού δεν έπαψε ποτέ να μου κινεί την περιέργεια. Πολύ πριν από την παρακαταθήκη πολιτισμού που άφησε ο Νίκος Γκροσδάνης με το «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» που κυκλοφόρησε προσφάτως, το βιβλίο «30 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» που εκδόθηκε από το φεστιβάλ το 1989 με κείμενα του αείμνηστου κριτικού κινηματογράφου Μπάμπη Ακτσόγλου (επί διεύθυνσης Γρηγόρη Δανάλη), είχε γίνει κάτι σαν βίβλος μου. Τα φύλλα έχουν ξεκολλήσει πια από τη χρήση. Στέκομαι συχνά σε αυτή τη φωτογραφία που δημοσιεύουμε εδώ, είναι από το πρώτο φεστιβάλ, το 1960, τότε που ο θεσμός λεγόταν ακόμα «Εβδομάς ελληνικού κινηματογράφου».
Είναι μια φωτογραφία από την τελετή των βραβείων και όποτε τη βλέπω, τα πρόσωπα με κάνουν και ανατριχιάζω από συγκίνηση. Να τους θυμηθούμε όλους; Από τα αριστερά η Ζωρζ Σαρή, ο Αλέκος Σακελάριος, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, η Κατίνα Παξινού, ο Στράτης Μυριβήλης, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Παντελής Χορν, ο Γιώργος Ρούσσος, ο Αριστείδης Καρύδης Φουξ, ο Μάνος Χατζιδάκις. Χριστέ μου! Τι ονόματα! Τι πρόσωπα! Τι θρύλοι! Ο Μυριβήλης ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, η Παξινού μέλος της.
Βέβαια, όπως στην Ελλάδα ζούμε σήμερα, έτσι στην Ελλάδα ζούσαν και τότε. Αρχικώς, η πρώτη εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου, ιδέα που ανήκει στη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία Τέχνη, αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους παραγωγούς, που μάλιστα τη σαμποτάρισαν μη στέλνοντας ταινίες! Σε μια εποχή που η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή έσφυζε, υποβλήθηκαν μόλις… έξι ταινίες, από τις οποίες οι δύο απορρίφθηκαν. Τέσσερις μόλις μεγάλου μήκους ταινίες έλαβαν μέρος τότε εντός διαγωνισμού, το «Μια του κλέφτη» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, το «Εγκλημα στα παρασκήνια» του Ντίνου Κατσουρίδη, το «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου και η «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου που κέρδισε το βραβείο σεναρίου (Ρούσσος) και γυναικείας ερμηνείας (Βουγιουκλάκη). Ο Δημήτρης Χορν κέρδισε το αντίστοιχο στους άντρες ηθοποιούς για το «Μια του κλέφτη», ο Κούνδουρος χρίστηκε καλύτερος σκηνοθέτης για το «Ποτάμι», ο Χατζιδάκις κέρδισε το βραβείο μουσικής για την ίδια ταινία, ο Καρύδης – Φουκς βραβεύθηκε για τη φωτογραφία του «Εγκλημα στα παρασκήνια» και ο Κανελλόπουλος πήρε το βραβείο για την καλύτερη μικρού μήκους ταινία, τον «Μακεδονικό γάμο».
Πενήντα εννέα χρόνια έχουν περάσει από τότε, το φεστιβάλ έχει γνωρίσει καλές, αδιάφορες αλλά και κακές ημέρες. Μετά τη διεύθυνση Δημόπουλου η διεθνοποίησή του φάνηκε να φουσκώνει τα μυαλά άλλων καλλιτεχνικών διευθυντών, πακτωλοί χρημάτων ξοδεύονταν χωρίς λόγο – ή για ασήμαντους λόγους βιτρίνας, όπως π.χ. τις παρουσίες κάποιων σταρ που καλοπληρώνονταν για να κάνουν ένα πέρασμα, να φωτογραφιστούν και να φύγουν. Η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια τα σοβαρά προβλήματα του θεσμού, την ώρα που οι εσωτερικές διαμάχες έκαναν την κατάσταση ακόμα χειρότερη απ’ όσο ούτως ή άλλως ήταν.
Εδώ και δυόμισι χρόνια το σκηνικό έχει αρχίσει να αλλάζει. Με μια Γαλλίδα στη θέση της γενικής διευθύντριας, την Ελίζ Ζαλαντό και με έναν καλλιτεχνικό διευθυντή με πείρα από τη θητεία του στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας, τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, με προσωπικό που δουλεύει με πάθος και ακομπλεξάριστα για αυτό που αγαπά, το φεστιβάλ σουλουπώθηκε, βγάζοντας ένα ανανεωμένο, πραγματικά μοντέρνο και κυρίως καθαρό πρόσωπο. Φρέσκιες ιδέες, συνδυασμοί με τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, φτιάχνουν το προφίλ ενός μετρημένα τολμηρού θεσμού, τον οποίο χαίρεσαι να παρακολουθείς. Εντάξει, η αίγλη του παρελθόντος έχει ακόμη δρόμο μπροστά της, όμως οι αίθουσες ούτως ή άλλως γεμίζουν, ο κόσμος περνά καλά και αυτό είναι που τελικά έχει σημασία.