Το τελευταίο βιβλίο του βούλγαρου πολιτικού επιστήμονα Ιβάν Κράστεφ με τίτλο «Μετά την Ευρώπη» αποτελεί μια καλή αφετηρία για προβληματισμό γύρω από το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης που δεν προοιωνίζεται τόσο αισιόδοξο όπως πριν από κάποια χρόνια, την εποχή της «ευμάρειας». Η οικονομική κρίση, το Προσφυγικό, το κύμα λαϊκισμού και εθνικισμού που διατρέχει μεγάλο μέρος της, το Brexit και ο Τραμπ που με τις πολιτικές του θέτει σε αμφισβήτηση θεμελιώδεις διατλαντικούς δεσμούς αποτελούν τις νέες απειλές του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Δεδομένης της αβεβαιότητας που συνεχίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, η ευρωπαϊκή τάξη γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, όπως και τα θεσμικά όργανα που ενσωματώνουν αυτήν την τάξη. Ο τίτλος ωστόσο μπορεί να δείχνει προς τη λάθος κατεύθυνση, δεδομένου ότι ο Κράστεφ – όπως ο ίδιος λέει – δεν είναι ευρωσκεπτικιστής. Φιλοδοξία του βιβλίου δεν είναι ούτε να σώσει την ΕΕ ούτε να τη θρηνολογήσει, γράφει ο ίδιος. «Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί σαν σκέψεις ενός μυαλού δέσμιου του φαινομένου της προμνησίας». Να νιώθεις ότι σε στοιχειώνει η πεποίθηση πως αυτά που ζούμε σήμερα είναι η επανάληψη μιας προηγούμενης στιγμής ή κάποιου προηγούμενου επεισοδίου στην Ιστορία.
Αραγε η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι καταδικασμένη να διαλυθεί όπως η πολυεθνοτική Αυτοκρατορία των Αψβούργων; Θα έχει το ίδιο τέλος έτσι τουλάχιστον όπως το συνέλαβε ο Γιόζεφ Ροτ στο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ», όπου η οριστική διάλυση της αυτοκρατορίας ήταν λίγο μοίρα, λίγο φόνος, λίγο αυτοκτονία και λίγο κακοτυχία; Οι αρχιτέκτονες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος πίστεψαν ότι το να αποφύγουν να αναφέρουν τη «λέξη από δέλτα» ήταν ένας σίγουρος τρόπος να αποτρέψουν το συμβάν. Το να καταστεί η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης αδιανόητη ήταν η στρατηγική που πριμοδοτήθηκε σε σχέση με το να γίνει η ολοκλήρωση μη αναστρέψιμη.
Στην προσπάθειά του να κατανοήσει τις πολυάριθμες εντάσεις εντός της Ενωσης που ακολούθησαν ύστερα από χρόνια αισιοδοξίας και μεταπολεμικής ευημερίας, ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα οι κοινωνίες όντως αυτοκτονούν μερικές φορές. Και όπως ξέρουμε από την Ιστορία, το ότι κάτι μοιάζει παράλογο και ανορθολογικό ουδόλως σημαίνει πως αποκλείεται να συμβεί κιόλας. Για τον σκοπό αυτόν αφιερώνει δύο κεφάλαια – με τίτλο «Εμείς οι Ευρωπαίοι» και «Αυτοί, ο λαός». Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό, τόσο για τα λάθη όσο και για τις επιτυχίες του φιλελεύθερου μοντέλου τα οποία υποδεικνύει. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κράστεφ εξετάζει τις διάφορες ιδεολογικές συγκρούσεις μάς οδηγεί σε ανεξερεύνητες γωνίες και μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε πράγματα που νομίζαμε ότι ήδη γνωρίζαμε. Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν είμαστε άγγελοι, δεν έχουμε διαφορετικούς φόβους. Φοβόμαστε να χάσουμε αυτό που πιστεύαμε ότι θα υπάρχει πάντα για εμάς.
Ο Κράστεφ εξετάζει τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης με ειλικρίνεια – σχεδόν με αγάπη, αν ο όρος δεν ακούγεται καταχρηστικός για ένα πόνημα πολιτικής Ιστορίας. Η απαισιοδοξία δεν είναι αποθάρρυνση αλλά μάλλον αποδοχή της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης και των σκοτεινών πλευρών της. Η δύναμη της Ευρώπης ήταν ανέκαθεν ότι αντιπροσώπευε τη δύναμη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για πολλούς αυτή η δύναμη έχει μετατραπεί σε μειονέκτημα. Η ανεκτικότητα, ένα σημάδι της ευρωπαϊκής ταυτότητας κάποτε, θεωρείται τώρα αδυναμία.
Η προσφυγική κρίση
Οσον αφορά το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Ενωση, ο συγγραφέας δείχνει προς την κατεύθυνση της μεταναστευτικής κρίσης των τελευταίων ετών (χωρίς μάλιστα να διακρίνει μεταξύ οικονομικών μεταναστών και προσφύγων). Στον 21ο αιώνα η μετανάστευση είναι η νέα επανάσταση. Οχι μια επανάσταση των μαζών, όπως στον 20ό. Για να πετύχει, δεν χρειάζεται ιδεολογία, πολιτικά κινήματα ή πολιτικούς ηγέτες. Για ολοένα περισσότερους ανθρώπους η ιδέα της αλλαγής σημαίνει αλλαγή χώρας, όχι αλλαγή κυβέρνησης. Η δημογραφική συρρίκνωση, άλλωστε, που παρατηρείται σε πολλά κράτη, ιδιαίτερα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (όπως και στη χώρα μας), εντείνει το αίσθημα της ανασφάλειας και της καχυποψίας απέναντι στον ξένο. Για πολλούς, η άφιξη των μεταναστών σημαίνει τη δική τους έξοδο από την Ιστορία και το συχνά ακούσιο επιχείρημα ότι μια γηράσκουσα Ευρώπη χρειάζεται μετανάστες ενισχύει τη μελαγχολία τους. Αυτή την ανασφάλεια και μελαγχολία είναι που εκμεταλλεύονται επιτυχώς οι νέοι λαϊκιστές ηγέτες, οι οποίοι δεν φαντασιώνονται να αλλάξουν τις κοινωνίες τους. Δεν φαντάζονται τους ανθρώπους σαν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν – τους ενδιαφέρουν οι άνθρωποι όπως ακριβώς είναι.
Αν και οι συνέπειες της προσφυγικής κρίσης κυριαρχούν, ο συγγραφέας αναφέρεται και σε άλλα ζητήματα. Οπως στο θέσφατο ότι στη δημοκρατική Ευρώπη «δεν υπάρχει άλλη πολιτική» εκτός από τη λιτότητα. Οι ψηφοφόροι μπορούν να αλλάζουν κυβερνήσεις, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να αλλάζουν οικονομικές πολιτικές, και αυτό εντείνει τον θυμό και την ανασφάλεια μάλλον δικαιολογημένα. Ακόμα υποστηρίζει πως η σαφής διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς, η οποία δόμησε την ευρωπαϊκή πολιτική από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, σβήνει σταδιακά.
Η Βασιλική Σουλαδάκη είναι διεθνολόγος
Τα δημοψηφίσματα
Η αυτοκτονία της Ευρώπης
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ο Κράστεφ επικεντρώνεται στα δημοψηφίσματα και – αναπόφευκτα – ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με τη δική μας τραυματική εμπειρία του 2015. Φέρνοντας παραδείγματα από τρεις χώρες, την Ιταλία, την Ολλανδία και την Ουγγαρία, τρεις ιστορίες αποτυχιών με αντίστοιχα διδάγματα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως αν η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφασίσει να διαπράξει αυτοκτονία, το μέσο που θα χρησιμοποιήσει θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα λαϊκό δημοψήφισμα ή μια σειρά λαϊκών δημοψηφισμάτων. Το τελικό συμπέρασμα δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο, αλλά όπως αναφέρει και ο ίδιος η πρόοδος είναι γραμμική μόνο σε κακά βιβλία ιστορίας. «Ποιος μιλά για νίκη;». Οπως έγραψε ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. «Το παν είναι ν’ αντέχεις».
Ivan Krastev

Μετά την Ευρώπη

Mτφ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 154

Tιμή: 10,99 ευρώ