Οταν ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ ανέλαβε την προεδρία του Eurogroup, τον Ιανουάριο του 2013, τρεις χώρες, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, ήταν σε πρόγραμμα. Πριν καλά καλά αναλάβει τη θέση, μία τέταρτη χώρα, η Κύπρος, μπήκε με πάταγο στο κλαμπ των δυστυχισμένων. Κι όμως. Στο βιβλίο του (που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Η κρίση του ευρώ»), όπου αφηγείται την ιστορία της πενταετίας του στις Βρυξέλλες, ο Ντεϊσελμπλούμ αφιερώνει τις μισές σελίδες σε μία μόνο χωρα. Την Ελλάδα.

Οταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, αδημονούσα να φτάσω στις σελίδες όπου περιγράφει το εκρηκτικό εξάμηνο που είχε ζήσει στον πλανήτη Βαρουφάκης. Να διαβάσω την εκδοχή του για εκείνη την πρώτη – γουάου – επίσκεψή του στην Αθήνα, λίγο μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ («με τη στήριξη, προς έκπληξη όλων, του ακραίου εθνικιστικού και αντισημιτικού κόμματος ΑΝΕΛ» όπως γράφει). Για τα Eurogroup των τεντωμένων νεύρων και τις διαπραγματεύσεις που μάκραιναν και εκτοπίζονταν από το τραπέζι των υπουργών Οικονομικών σε άλλα, πιο άτυπα ραντεβού κορυφής. Για το non paper του Σόιμπλε που έριχνε τη βόμβα του Grexit («ήταν φανερό ότι ο Σόιμπλε σοβαρολογούσε» γράφει). Για το δράμα του δημοψηφίσματος και τα παρασκήνια του τελικού συμβιβασμού του Αλέξη Τσίπρα, που αποτυπώθηκε στο διαβόητο τρίτο Μνημόνιο.

Εχει το προφανές ενδιαφέρον της η αφήγηση των γεγονότων, από την οπτική γωνία του προέδρου του Eurogroup. Αλλά δεν έμαθα, ομολογώ, κάτι που δεν ήξερα. Εκτός ίσως από εκείνες τις μικρές, αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, που σου επιτρέπουν να καταλάβεις καλύτερα το περιβάλλον, την ατμόσφαιρα, τη στάση και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών. Οπως για παράδειγμα, η μικρή χαρακτηριστική λεπτομέρεια ότι την ημέρα που ετοιμαζόταν να κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Σόιμπλε τον είχε προτρέψει να αποφύγει το ταξίδι. «Μην το κάνεις. Ασ’ τους να έρθουν εδώ ή στη Χάγη. Δίνεις λάθος μήνυμα».

Ηταν μια άλλη μικρή παράγραφος, όμως, στην αρχή του κεφαλαίου που τιτλοφορείται «η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού», που κράτησε την προσοχή μου. Εκείνη που αναφέρεται στο τέλος του 2014. Ή, καλύτερα, στη χαμένη ευκαιρία του 2014.

«Η Ελλάδα, για πρώτη φορά τα τελευταία έξι χρόνια, βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Η ανάπτυξη είχε επιστρέψει. Οι προβλέψεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΔΝΤ σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2015 ήταν 2,5% έως 3%». Αρα, η Ελλάδα μπορούσε να βγει από το πρόγραμμά της στα τέλη του ’14, αρχές ’15. Τι πήγε στραβά; Αντιγράφω: «Το δεύτερο εξάμηνο του 2014 είδαμε να μεταστρέφεται η στάση των ελλήνων συναδέλφων μας. Η οικονομική ανάκαμψη τους έκανε να νιώθουν αυτοπεποίθηση. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς εναντιωνόταν όλο και περισσότερο στο αντιδημοφιλές Μνημόνιο. Θα διεξάγονταν εκλογές το 2015 και προφανώς εκεί έδινε προτεραιότητα. Πολύ γρήγορα εξέλιπε η βούληση για περαιτέρω αντιλαϊκά μέτρα».

Είχα την ευκαιρία να το συζητήσω με τον ίδιο. «Μα φταίει η κυβέρνηση Σαμαρά που δεν τελείωσε την πέμπτη αξιολόγηση; Ή εσείς, το Ταμείο, η τρόικα, βλέποντας ότι έρχονται εκλογές και θα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, τραβήξατε χειρόφρενο και αποφασίσατε να περιμένετε τους καινούργιους;». Μεταφέρω επί λέξει την απάντησή του: «Οχι, το δεύτερο μισό του 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά ουσιαστικά δεν πήρε κανένα μέτρο, δεν έκανε καμία απολύτως μεταρρύθμιση. Το πρόγραμμα βάλτωσε. Και οι αξιολογήσεις που γίνονταν, όταν ερχόταν η τρόικα, είχαν κολλήσει εντελώς. Και οι θεσμοί μου έλεγαν ότι πήγαμε στην Αθήνα, αλλά δεν έχει εφαρμοστεί τίποτα. Αν εκείνη η κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια του 2014, είχε δεσμευτεί στο πρόγραμμα ώστε να το ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατό, ακόμη και ενδεχομένως να επισπεύσει την έξοδο, τότε θα βρισκόμασταν σε διαφορετική κατάσταση. Η Ελλάδα θα είχε βγει από το πρόγραμμα».

Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτή είναι όλη η αλήθεια. Αλλά κρατώ την τοποθέτηση για να προσθέσω ένα ακόμη βασανιστικό «αν», στα τόσα άλλα που σχηματίζουν τα αναπάντητα της κρίσης. Αν, μετά τις εκλογές του 2007, η κυβέρνηση Καραμανλή είχε τολμήσει να εφαρμόσει το δικό της σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης; Αν, στα τέλη του 2008, είχε εισακουστεί ο «καταραμένος» Σημίτης που προειδοποιούσε πως στην Ευρώπη ετοιμάζονται να μας παραπέμψουν στο ΔΝΤ; Αν, την άνοιξη του 2009, η πολωτική πολιτική μας κουλτούρα επέτρεπε μια συνεννόηση για την εφαρμογή μέτρων, ώστε να προληφθεί ο τέλειος δημοσιονομικός εκτροχιασμός; Αν, μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν έτοιμη πιο θαρραλέα και γρήγορα να προχωρήσει στο αναπόφευκτο; Αν η ΝΔ δεν είχε πάει στο Ζάππειο, και είχε κάνει ό,τι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης στις άλλες χώρες των Μνημονίων; Αν ο Σαρκοζί με τη Μέρκελ δεν είχαν βρεθεί στην Ντοβίλ, την χειρότερη για εμάς στιγμή; Αν η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε αντέξει το 2011, όπως άντεξε μια αντίστοιχη κρίση η κυβέρνηση Κοέλιο στην Πορτογαλία; Αν – τόσα «αν», πριν καν αρχίζουμε να μετράμε τα φριχτά «αν» του πρώτου εξαμήνου του 2015. Τόσα «αν», που κρύβονται πίσω από τον πόνο της «χαμένης δεκαετίας». Και που εξηγούν γιατί, σε ένα βιβλίο για την ιστορία της ευρωπαϊκής κρίσης, η Ελλάδα έχει το δυσάρεστο προνόμιο να καταλαμβάνει τις μισές σελίδες. Ως ειδική περίπτωση.